Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
234 εγγραφές [221 - 230] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τετέλεσται [tetéleste] : (επιφωνηματικά) για να δηλώσουμε, με δραματικό τόνο, τον επερχόμενο θάνατο ή γενικά το επερχόμενο τέλος: ~, δεν υπάρχει πια ελπίδα σωτηρίας.
[λόγ. < ελνστ. τετέλεσται (από φρ. της Κ.Δ.) γ' εν. παθ. πρκ. του αρχ. τελῶ]
- τζέντελμαν ο [dzéndelman] Ο (άκλ.) : (προφ.) τζέντλεμαν.
[< τζέντλεμαν με μετάθ. του [l] για αποφυγή συμπλ. τριών συμφ.]
- τσιφτετέλι το [tsiftetéli] Ο44 : 1. λαϊκός χορός με ανατολίτικη προέλευση, που χορεύεται από ένα άτομο ή από δύο αντικριστά. 2. είδος μουσικής που συνοδεύει τον παραπάνω χορό.
[τουρκ. çiftetelli]
- υπερπολυτέλεια η [iperpolitélia] Ο27 κυρ. στη λόγ. γεν. υπερπολυτελείας : για προϊόντα, υπηρεσίες κτλ. ανώτατης κατηγορίας, με βάση την οποία διαμορφώνονται και οι τιμές τους: Ξενοδοχείο / κατάστημα / επίπλωση υπερπολυτελείας.
[λόγ. υπερ- + πολυτέλεια]
- υπερπολυτελής -ής -ές [iperpolitelís] Ε10 : που είναι εξαιρετικά πολυτε λής: Δανειοδοτείται η ανέγερση υπερπολυτελών ξενοδοχείων. Πωλούνται διαμερίσματα υπερπολυτελούς κατασκευής.
[λόγ. υπερ- + πολυτελής]
- υπερσυντέλικος ο [ipersindélikos] Ο20α : (γραμμ.) χρόνος του ρήματος που φανερώνει πως εκείνο το οποίο σημαίνει το ρήμα ήταν τελειωμένο στο παρελθόν πριν γίνει κτ. άλλο.
[λόγ. < ελνστ. ὑπερσυντέλικος]
- υποστέλλω [ipostélo] -ομαι Ρ αόρ. υπέστειλα, απαρέμφ. υποστείλει, παθ. αόρ. υποστάλθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και υπεστάλη, υπεστάλησαν, απαρέμφ. υποσταλεί : 1.κατεβάζω, κυρίως ~ τη σημαία, την κατεβάζω από τον ιστό της με τρόπο τελετουργικό. 2. (μτφ.) μειώνω, ελαττώνω, περιορίζω: Πρέπει να υποστείλετε τα αιτήματά σας.
[λόγ. < αρχ. ὑποστέλλω `μαζεύω τα πανιά΄]
- υποτέλεια η [ipotélia] Ο27 : η κατάσταση του υποτελούς: Φόρος* υποτέλειας.
[λόγ. υποτελ(ής) -εια]
- υποτελής -ής -ές [ipotelís] Ε10 : για χώρα ημιανεξάρτητη, που δεν έχει πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα, αλλά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από κάποια άλλη: Οι παραδουνάβιες ηγεμονίες ήταν υποτελείς στην Οθωμανική Aυτοκρατορία. (Xώρα) φόρου* ~. || (για πρόσ.): Kόμητες / βαρόνοι υποτελείς στο βασιλιά.
[λόγ. < αρχ. ὑποτελής]
- φιλοτελικός -ή -ό [filotelikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο φιλοτελισμό ή στο φιλοτελιστή.
[λόγ. < γαλλ. philatélique < philatél(ie) = φιλοτελ(ισμός) (δες λ.) -ique = -ικός]