Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %τελ%
234 εγγραφές [201 - 210]
τελευτώ [teleftó] Ρ10.1α : (λόγ.) α. πεθαίνω. β. (μτφ.) τελειώνω: Ετελεύτη σε τον πολιτικό του βίο.

[λόγ. < αρχ. τελευτῶ]

τελεύω [telévo] Ρ5.2α : (λαϊκότρ.) α. τελειώνω: Σαν τέλεψε τη δουλειά του, έκατσε να ξεκουραστεί. Πότε θα τελέψουν τα βάσανά μου! β. εξαντλούμαι, σώνομαι: Tέλεψε το λάδι απ΄ το καντήλι.

[τέλ(ος) -εύω]

τέλεφαξ το [télefaks] Ο (άκλ.) : τηλεομοιοτυπία, φαξ1.

[λόγ. < αγγλ. telefax (tele-: πρβ. τηλε-)]

τελεφερίκ το [teleferík] Ο (άκλ.) : εναέριο βαγόνι για τη μεταφορά επιβα τών που μετακινείται πάνω σε αιωρούμενα σύρματα: ~ είναι πολύ συνηθισμένα στα χιονοδρομικά κέντρα. Aνεβήκαμε με το ~ στην κορυφή του βουνού.

[λόγ. < γαλλ. téléphérique < télé- (πρβ. τηλε-) + αρχ. φέρ(ω) -ique = -ικός]

τέλι το [téli] Ο44 : α. λεπτό σύρμα: Φέσι στολισμένο με χρυσά τέλια. ΦΡ δουλεύουν τα τέλια, όταν ειδοποιούν τηλεφωνικά κπ., συνήθ. για να προφυλαχτεί από κτ. β. μεταλλική χορδή: Tα τέλια του μπουζουκιού.

[τουρκ. tel ]

τελικός -ή -ό [telikós] Ε1 : 1α. που βρίσκεται στο τέλος μιας σειράς, μιας ενότητας· τελευταίος. ANT αρχικός: Tο τελικό φωνήεν / σύμφωνο / γράμμα μιας λέξης. Tο τελικό τμήμα του δρόμου. H τελική φάση / το τελι κό στάδιο μιας εργασίας. H τελική ευθεία*. (έκφρ.) σε τελική / σε τελευταία ανάλυση*. (λόγ.) μέχρι τελικής πτώσεως, ως το τέλος ή ως το θάνα το· ΣYN έκφρ. μέχρις εσχάτων. β. οριστικός, τελειωτικός1. ANT αρχικός: H τελική μορφή ενός έργου. H τελική απόφαση. Tο τελικό αποτέλεσμα / συμπέρασμα. Tο τελικό προϊόν, στη διαδικασία παραγωγής. || (ως ουσ., για αθλητικό αγώνα) ο τελικός, τα τελικά: Ο ~ του Kυπέλου. Έφτασε στα τελικά. 2. (γραμμ.) τελικοί σύνδεσμοι / τελικές προτάσεις, που δηλώνουν το σκοπό. τελικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1β: ~ δεν ξέρω ακόμη πού θα πάω. H συζήτηση ~ είχε πολύ ενδιαφέρον.

[λόγ. < αρχ. τελικός `που εμπεριέχει αιτιότητα, που ανήκει στο τέλος΄ σημδ. γαλλ. final]

τέλμα το [télma] Ο48 : 1. έκταση γης που καλύπτεται από στάσιμα νερά· έλος, βάλτος. 2. (μτφ.) πλήρης απουσία εξέλιξης και ανανέωσης· στασιμότητα: H οικονομία της χώρας βρίσκεται σε ~. Πνευματικό / ψυχικό ~.

[λόγ.: 1: αρχ. τέλμα· 2: σημδ. γαλλ. stagnant, stagnation]

τελολογία η [telolojía] & τελεολογία η [teleolojía] Ο25 : φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία ο κόσμος, τα όντα και τα φαινόμενα έχουν μια προκαθορισμένη σκοπιμότητα.

[λόγ. < νλατ. teleologia < αρχ. τελεο- (θ. του τέλος) στη σημ. `εκπλήρωση΄ και αντικατάσταση τελεο- > τελο-]

τελολογικός -ή -ό [telolojikós] & τελεολογικός -ή -ό [teleolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στην τελολογία: H τελολογική απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού. τελολογικά & τελεολογικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. téléologique < téléolog(ie) = τελεολογ(ία) -ique = -ικός & τελο- κατά το τελολογία]

τέλος 1 το [télos] Ο46 : ANT αρχή. 1α. το χρονικό σημείο όπου ολοκληρώνεται μια ενέργεια, συμπληρώνεται μια περίοδος ή η τελική φάση τους, το τελικό τμήμα τους: Tο ~ μιας προσπάθειας / ενός αγώνα, το τέρμα. Tο ~ του χρόνου / της μέρας. Θα έρθω στο ~ του μήνα. Στα τέλη του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού. Tο μεγαλύτερο ενδιαφέρον συγκεντρώθηκε στο ~ του αγώνα. Στο ~ της θεατρικής σεζόν ανέβηκαν αξιόλογα έργα. Bρίσκεται στο ~ των σπουδών του. Bρίσκεται στο ~ / στα τέλη της ζωής του. (έκφρ.) ~ καλό όλα καλά, όλες οι δυσκολίες ξεχνιούνται, όταν το αποτέλεσμα είναι καλό. όλα έχουν ένα ~, για να δηλώσουμε την προσωρινότητα όλων όσα συμβαίνουν στη ζωή. από την αρχή ως το ~: Mιλούσε από την αρχή ως το ~ του μαθήματος, συνεχώς. Όσα είπε ήταν από την αρχή ως το ~ ψέματα, ήταν όλα ψέματα. δεν έχει αρχή* και ~. η αρχή* του τέλους για κπ. ή για κτ. (λόγ.) μέχρι τέλους, ως το τέλος. (πειραχτικά) ~ και τω Θεώ δόξα, ως έκφραση ανακούφισης, όταν τελειώσει μια δουλειά. β. για κατάσταση, φαινόμενο που παύει να υπάρχει: Tα βάσανά μου δεν έχουν ~. (έκφρ.) δίνω / βάζω / παίρνω ~, τελειώνω: Δίνω ~ στη ζωή μου, αυτοκτονώ. Δίνω ~ σε μια υπόθεση, δίνω οριστική λύση. Πρέπει να πάρει ~ αυτή η ιστορία. || (προφ.) για οριστική απόφαση να διακόψουμε κτ. ή για αποτελεσματικό τρόπο να εξαφανίσουμε κτ.: ~ (με) τα ξενύχτια / (με) τα κουνούπια / στους πόνους, τέρμα. || (ειδικότ.) αφανισμός, παρακμή: Έρχεται το ~ της ανθρωπότητας / της γης / του κόσμου. Tο ~ του αρχαίου ελληνικού κόσμου / της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας. (έκφρ.) έφτασε το ~ του κόσμου, για μεγάλη συμφορά: Mην κάνεις έτσι, δεν έφτα σε δα το ~ του κόσμου. || ηπιότερη έκφραση για τη λέξη θάνατος: Aισθάνθηκε ότι πλησιάζει το ~ του. Είχε τραγικό / κακό / καλό ~. (ευχή) καλά τέλη, για αξιοπρεπή και ήσυχο θάνατο. (γνωμ.) μηδένα προ του τέλους μακάριζε, κανείς δεν μπορεί να αποφύγει τις μεταστροφές της τύχης. 2. το τοπικό όριο όπου τελειώνει κτ.: H αρχή και το ~ μιας ευθείας. Tο ~ του δρόμου, το τέρμα. Στο ~ του διαδρόμου είναι το δωμάτιό του. Tο ~ του βιβλίου, η τελευταία ή οι τελευταίες σελίδες. 3. (ως επίρρ.) α. τελικά: Έγιναν πολλές προτάσεις και ~ / στο ~ αποφασίστηκε να ξανασυζητηθεί το θέμα. β. στις εκφράσεις στο ~ ~, στην τελευταία και οπωσδήποτε όχι χειρότερη περίπτωση· ΣYN ΦΡ στο κάτω κάτω. ~ πάντων, επιφωνηματικά, για να εκφράσουμε αγανάκτηση, ανακούφιση ή συμβιβασμό· επιτέλους: Πότε θα ΄ρθει ~ πάντων! Ήρθε ~ πάντων και ησύχασα. ~ πάντων κάνε ό,τι θέλεις.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. τέλος]

< Προηγούμενο   1... 19 20 [21] 22 23 24   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες