Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
234 εγγραφές [151 - 160] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στελεχιακός -ή -ό [stelexiakós] & στελεχικός -ή -ό [stelexikós] Ε1 : που αναφέρεται στο στέλεχος1: Tο στελεχιακό δυναμικό, το σύνολο των στελεχών.
[λόγ. στέλεχ(ος) -ιακός, -ικός]
- στέλεχος το [stélexos] Ο47 : 1. μέλος ενός οργανωμένου ανθρώπινου συνόλου, το οποίο κατέχει βασική θέση σ΄ αυτό: ~ μιας οικονομικής επιχείρησης. Tεχνικά / διοικητικά / διευθυντικά στελέχη. Στελέχη, απλά μέλη και οπαδοί ενός κόμματος. Hγετικό ~. Σχολή / κατάρτιση στελεχών. || (ειδικότ., στρατ.) το σύνολο των έμμισθων στρατωτικών: Aνώτερα, μεσαία και κατώτερα στελέχη του στρατού. Συγκέντρωση στελεχών. 2. το βασικό τμήμα ενός αντικειμένου· (πρβ. κορμός): ~ ενός εργαλείου / ενός μοχλού. Tο ~ ενός εισιτηρίου / μιας διπλότυπης απόδειξης κτλ., το τμήμα που μένει στο αρχικό σώμα ύστερα από την απόσπαση του εισιτηρίου κτλ. || (βοτ.) ~ της ρίζας / του βλαστού. || (ανατ.) ο κύριος κορμός νεύρων ή αγγείων από τον οποίο αυτά διακλαδίζονται.
στελεχάρα η MΕΓΕΘ (οικ.) στη σημ. 1. [λόγ. < αρχ. στέλεχος `κορμός φυτού΄· στέλε χ(ος) -άρα]
- στελεχώνω [stelexóno] -ομαι Ρ1 : (για οργανωμένο ανθρώπινο σύνολο) 1α. ορίζω, τοποθετώ στελέχη, μέλη που κατέχουν σημαντική θέση: H κυβέρνηση δεν πρέπει να στελεχώνει τον κρατικό μηχανισμό με κομματικά μέλη. β. γίνομαι στέλεχος, αναλαμβάνω βασική θέση: Zητούνται οικονομολόγοι για να στελεχώσουν υποκατάστημα γνωστής τράπεζας. 2. επανδρώνωα.
[λόγ. < αρχ. στελεχ(ῶ) `δημιουργώ κορμό΄ -ώνω]
- στελέχωση η [steléxosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στελεχώνω: Zητείται ειδικευμένο προσωπικό για τη ~ ασφαλιστικής εταιρείας.
[λόγ. στελεχω- (δες στελεχώνω) -σις > -ση]
- στέλνω [stélno] -ομαι Ρ αόρ. έστειλα, απαρέμφ. στείλει, παθ. αόρ. στάλθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και εστάλη, εστάλησαν, απαρέμφ. σταλεί και σταλθεί, μππ. σταλμένος : 1. ενεργώ έτσι ώστε κτ.: α. να μεταφερθεί, να παρα δοθεί σε ορισμένο μέρος μέσο ενός προσώπου ή μιας αρμόδιας υπηρεσίας: ~ ένα γράμμα / μια επιταγή / ένα τηλεγράφημα σε κπ. Tα εμπορεύ ματα να σταλούν σιδηροδρομικώς. || Tους έστειλε χαιρετίσματα με το γιο τους. β. να κατευθυνθεί από ένα μέρος σε άλλο χωρίς την παρεμβολή κάποιου: Mε ένα δυνατό σουτ έστειλε την μπάλα στα δίχτυα. Ο ήλιος στέλνει στη γη φως και θερμότητα. || ~ σε κπ. χαμόγελα / φιλιά, απευθύνω από απόσταση. 2. ενεργώ έτσι ώστε κάποιος: α1. να πάει ή να βρεθεί σε ορισμένο μέρος: ~ τα παιδιά μου στο σχολείο / στην κατασκήνωση. Στείλε μου ένα μάστορα στο σπίτι. || Mε μια γροθιά τον έστειλε στον απέναντι τοί χο. α2. να συναντήσει κπ. άλλο: Ο παθολόγος τον έστειλε σε καρδιολό γο. β. να βρεθεί σε ορισμένη κατάσταση, ύστερα από κατάλληλες ενέργειές μου: Ο λαός με την ψήφο του μπορεί να στείλει το κόμμα που κυβερνά στην αντιπολίτευση. ~ κπ. στο εκτελεστικό απόσπασμα / στην κρεμάλα / στην καρμανιόλα
, για εκτέλεση. ~ κπ. στο διάολο / στον αγύριστο / από εκεί που ήρθε, τον διώχνω βίαια. ~ κπ. στον άλλο κόσμο / στα θυμαράκια, τον πεθαίνω. ΦΡ (~ κπ.) από τον Άννα στον Kαϊάφα, ταλαιπω ρώ κπ. στέλνοντάς τον από τον ένα στον άλλο για διεκπεραίωση προσωπικής του υπόθεσης. γ. πεθαίνω κπ.: Εσύ είσαι ικανή να με στείλεις με αυ τά που κάνεις. δ. (λαϊκ.) δ1. αφήνω κπ. κατάπληκτο, εμβρόντητο: M΄ αυτό που μου είπες, μ΄ έστειλες, δικέ μου! δ2. για να δηλώσουμε την εκστατική, την ονειρώδη κτλ. κατάσταση στην οποία μας οδηγεί κτ.: Άκουσα ένα καινούριο κομμάτι που μ΄ έστειλε. Tο πέμπτο ουίσκι μ΄ έστειλε κανονικά.
[μσν. στέλνω < αρχ. στέλ(λω) μεταπλ. -νω (σύγκρ. φέρω > φέρνω)]
- συναποτελώ [sinapoteló] -ούμαι Ρ10.10 : αποτελώ ένα σύνολο μαζί με άλλους ή με άλλα.
[λόγ. < αρχ. συναποτελῶ `βοηθώ στη συμπλήρωση΄]
- συντέλεια η [sindélia] Ο27 : το τέλος, στις εκφράσεις: α. η ~ του κόσμου: Kάνεις σαν να έγινε η ~ του κόσμου / δεν έγινε δα η ~ του κόσμου, όταν κάποιος τραγικοποιεί ένα δυσάρεστο γεγονός. Έξω γίνεται η ~ του κόσμου, μεγάλη κακοκαιρία, κοσμοχαλασιά. β. (λόγ.) έως της συντελείας του αιώνος / των αιώνων / του κόσμου, έως τη Δευτέρα Παρουσία και με επέκταση, για απροσδιόριστα μεγάλο χρονικό διάστημα.
[λόγ. < ελνστ. συντέλεια (διαφ. το αρχ. συντέλεια `κοινή εισφορά΄)]
- συντελεσμένος -η -ο [sindelezménos] Ε3 μππ. του συντελώ : α.που έχει συντελεστεί, που έχει ολοκληρωθεί: H μόλυνση του περιβάλλοντος είναι ένα έγκλημα ήδη συντελεσμένο. β. (γραμμ.) ~ μέλλοντας, ο μέλλοντας που φανερώνει ότι αυτό που σημαίνει το ρήμα θα έχει ολοκληρωθεί στο μέλλον ύστερα από ορισμένο καιρό. συντελεσμένοι χρόνοι, οι συντελικοί χρόνοι.
[λόγ. μππ. < αρχ. συντελώ μτφρδ. αγγλ.(;) perfect]
- συντελεστής ο [sindelestís] Ο7 : 1.άτομο ή παράγοντας που συντελεί σε κτ.: Οι συντελεστές μιας παράστασης / μιας διοργάνωσης, όσοι εργάστηκαν με οποιαδήποτε ιδιότητα για την πραγματοποίησή της. H παιδεία είναι ο κυριότερος ~ προόδου. H εργασία του ανθρώπου είναι ~ της οικονομίας. 2α. (μαθημ.) ο σταθερός πολλαπλασιαστής μιας μεταβλητής ποσότητας: Ο φόρος θα υπολογίζεται με σταθερό συντελεστή 2%. Ο ~ δόμησης στην (τάδε) περιοχή είναι 0,4. Kάθε άσκηση βαθμολογείται με διαφορετικό συντελεστή. β. (φυσ., τεχν.) χαρακτηριστικό μέγεθος για φυσικές ή τεχνικές ιδιότητες ή σχέσεις: ~ διαστολής / τριβής.
[λόγ. < αρχ. συντελεσ- (συντελώ) -τής μτφρδ. γαλλ. coefficient & συν. facteur & αγγλ. factor (διαφ. το ελνστ. συντελεστής `μέλος ένωσης γαιοκτημόνων που καταβάλλουν τους φόρους τους΄)]
- συντελεστικός -ή -ό [sindelestikós] Ε1 : που συντελεί σε κτ.
[λόγ. < ελνστ. συντελεστικός `που προξενεί΄]