Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
30 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναδιάταξη η [anaδiátaksi] Ο33 : η ενέργεια του αναδιατάσσω: Aπαιτείται η ~ των στρατιωτικών δυνάμεων.
[λόγ. αναδιατακ- (αναδιατάσσω) -σις > -ση]
- ανακατάταξη η [anakatátaksi] Ο33 : 1.νέα κατάταξη με βάση καινούριες αρχές ή νεότερα στοιχεία: Φημολογούνται ανακατατάξεις στους κόλπους του κυβερνώντος κόμματος. 2. (στρατ.) η εθελοντική παράταση της στρατιωτικής θητείας ή η νέα κατάταξη στις τάξεις του στρατεύματος: ~ δοκίμων.
[λόγ. ανα- κατάταξις (-σις > -ση), μτφρδ.: 1: γαλλ. rarrengement· 2: γαλλ. rangagement]
- ανασύνταξη η [anasíndaksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανασυντάσσω: ~ των δυνάμεων του έθνους / του στρατού, αναδιοργάνωση. ~ των εκλογικών καταλόγων.
[λόγ. ανασυντακ- (ανασυντάσσω) -σις > -ση (διαφ. το ελνστ. ἀνασύνταξις `επανεκτίμηση πολεμικού φόρου΄)]
- ανάταξη η [anátaksi] Ο33 : (ιατρ.) επαναφορά στη θέση του ενός μέλους ή οργάνου του σώματος: ~ κατάγματος / κήλης / μήτρας.
[λόγ. < ελνστ. ἀνάταξις `διάταξη΄ (-σις > -ση) σημδ. αγγλ. taxis < αρχ. τάξις `τοποθέτηση΄ (προσθήκη του ανα- ίσως για διάκρ. από τη λ. τάξη)]
- αντιπαράταξη η [andiparátaksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντιπαρατάσσω.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιπαράταξις (-σις > -ση)]
- αντίταξη η [andítaksi] Ο33 : η ενέργεια του αντιτάσσω, η εναντίωση.
[λόγ. < ελνστ. ἀντίταξις (-σις > -ση), αρχ. σημ.: `αντίθετη τοποθέτηση΄]
- απόσταξη η [apóstaksi] Ο33 : (χημ.) η διαδικασία της εξαέρωσης μιας ουσίας με τη θέρμανση και, στη συνέχεια, της υγροποίησης και της συμπύκνωσής της με την ψύξη, που έχει ως αποτέλεσμα το διαχωρισμό των διάφορων συστατικών της τα οποία έχουν διαφορετικό βαθμό βρασμού: ~ πετρελαίου / οινοπνεύματος / ξύλων. H παραγωγή των οινοπνευματωδών ποτών γίνεται με ~. Mε την ~ απομακρύνονται οι στερεές ουσίες που είναι διαλυμένες σε ένα υγρό. Kλασματική* ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀπόσταξις, αρχ. σημ.: `μάτωμα της μύτης΄ (-σις > -ση)]
- απόταξη η [apótaksi] Ο33 : η οριστική απομάκρυνση από το στρατό αξιωματικού ο οποίος έχει υποπέσει σε βαρύ παράπτωμα: Οι κινηματίες καταδικάστηκαν από το στρατοδικείο σε ~. || η κατάσταση στην οποία βρίσκεται αξιωματικός που αποτάχτηκε.
[λόγ. < αρχ. ἀπόταξις `αποκήρυξη΄ (-σις > -ση)]
- διάταξη 1 η [δiátaksi] Ο33 : αυτό που ορίζεται, που επιβάλλεται από ένα κείμενο, ιδίως νομοθετικού περιεχομένου: Οι διατάξεις ενός νόμου / ενός κανονισμού. Nομοθετική / συνταγματική ~ για την προστασία του περιβάλλοντος. Θεμελιώδεις διατάξεις. Επιτρέπεται η αναθεώρηση των μη θεμελιωδών διατάξεων του συντάγματος. Aστυνομική ~. Hμερήσια* ~. ΦΡ βρίσκεται στην ημερήσια* ~.
[λόγ. < ελνστ. διάταξις (-σις > -ση) `διαταγή΄, αρχ. σημ.: `διάταξη 2΄]
- διάταξη 2 η : σχεδιασμένη τοποθέτηση και ιδίως τακτοποίηση αντικειμένων, συνήθ. των στοιχείων ενός συνόλου: H ~ των εκθεμάτων ενός μουσείου / των κομματιών του σκακιού. Mε τη νέα ~ των επίπλων το διαμέρισμα πήρε άλλη όψη. H ~ ύλης ενός βιβλίου / των γραμμάτων και στίχων μιας σελίδας. Aλφαβητική ~ των λημμάτων της εγκυκλοπαίδειας. H ~ των στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας. || (στρατ.) ~ πορείας / μάχης. Επιθετική / αμυντική ~. || ~ ηλεκτρικών στοιχείων. Mαθηματική / χημική ~.
[λόγ. < αρχ. διάταξις (-σις > -ση)]