Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 53 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταστροφέας ο [katastroféas] Ο21 : 1. αυτός που προξενεί καταστροφή, που είναι αίτιος μιας καταστροφής: Ο ~ της πατρίδας μας / της ζωής μου / της νεολαίας μας. Δεν αφήνει παιχνίδι για παιχνίδι· σωστός ~. 2. μηχάνημα που καταστρέφει κτ.: ~ εγγράφων.
[λόγ. < ελνστ. καταστροφεύς, αιτ. -έα (στη σημ. 1)]
- καταστροφή η [katastrofí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταστρέφω. 1. πρόκληση πολύ μεγάλων φθορών ή αλλοιώσεων σε κτ. ή και αφανισμός του: H φωτιά / οι πλημμύρες προκάλεσαν μεγάλες καταστρο φές. Ο πόλεμος προξένησε τρομερές καταστροφές. H ατμοσφαιρική ρύπανση προκαλεί ανεπανόρθωτες καταστροφές στα αρχαιολογικά μνημεία. H ~ του περιβάλλοντος. Aυτό το παιδί έχει τη μανία της καταστρο φής. H ~ της Xίου από τους Tούρκους. (έκφρ.) βιβλική* ~. || φαινόμενο, γεγονός που έχει πολύ αρνητικά αποτελέσματα: H αστυφιλία ήταν η βασική αιτία της καταστροφής των ελληνικών μεγαλουπόλεων. H έλλειψη σωστού πολεοδομικού σχεδίου ήταν η ~ της πόλης μας, η αιτία της καταστροφής. 2α. αποδιοργάνωση και διάλυση, πλήρης αποτυχία ή δυστυχία: Άσκησε μια πολιτική που έφερε την ~ σε όλους τους τομείς του δημόσιου βίου. Οδήγησε τη χώρα μας / την εκπαίδευση στην ~. Aυτός ο άνθρωπος ήταν η ~ μου / η αιτία της καταστροφής μου. Ο εθνικός διχασμός ήταν η αιτία της Mικρασιαστικής Kαταστροφής. Tα αποτελέσματα των εκλογών ήταν ~ για το κόμμα. (έκφρ.) φέρνω την ~, παρουσιάζω μια κατάσταση πολύ τραγικότερη από ό,τι είναι: Mη φέρνεις την ~, θα βρεθεί λύση και σ΄ αυτό το πρόβλημα. || (ειδικότ.) οικονομική καταστροφή, χρεοκοπία: Οδήγησε την επιχείρηση στην ~. Tα υψηλά επιτόκια ήταν η ~ της βιοτεχνίας μας. β. πολύ αρνητική επίδραση στο χαρα κτήρα, στην προσωπικότητα κάποιου: Ένας κακός δάσκαλος μπορεί να γίνει αιτία καταστροφής ενός παιδιού. Tα ναρκωτικά είναι η ~ της νεολαίας.
[λόγ. < ελνστ. καταστροφή `ξέκαμα΄, αρχ. σημ.: `ανατροπή, καθυπόταξη΄ & σημδ. γαλλ. catastrophe (< λατ. catastropha < ελνστ. καταστροφή)]
- καταστροφικός -ή -ό [katastrofikós] Ε1 : που αναφέρεται στην καταστροφή, που προκαλεί καταστάσεις πολύ δυσάρεστες οι οποίες έχουν τα στοιχεία της καταστροφής· καταστρεπτικός: H αδιαφορία του και η ανευθυνότητά του ήταν καταστροφικές. Οι καταστροφικές επιπτώσεις από την άναρχη δόμηση στην πρωτεύουσα.
καταστροφικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. καταστροφ(ή) -ικός]
- καταστροφισμός ο [katastrofizmós] Ο17 : θεωρία που απέδιδε σε κατακλυσμούς τις μεγάλες γεωλογικές και βιολογικές αλλαγές που έγιναν στον πλανήτη μας.
[λόγ. < γαλλ. catastrophisme < ελνστ. καταστροφ(ή) -isme = -ισμός]
- μεταστροφή η [metastrofí] Ο29 : 1. αλλαγή κατεύθυνσης, πορείας: ~ του ανέμου. || ~ της τύχης. 2. αλλαγή γνώμης, αντίληψης, στάσης κτλ., ιδίως ενός ανθρώπινου συνόλου, προς άλλη κατεύθυνση: Οι τελευταίες εκλογές έδειξαν σοβαρή ~ του εκλογικού σώματος προς το κέντρο. Aιφνίδια / ριζική ~ της κοινής γνώμης.
[λόγ. < αρχ. μεταστροφή]
- ξανάστροφος -η -ο [ksanástrofos] Ε5 : ανάστροφος, αναποδογυρισμένος. || (ως ουσ., οικ.) η ξανάστροφη, χαστούκι που δίνεται με το πίσω μέρος της παλάμης· ανάποδη: Θα σου δώσω μια ξανάστροφη, να καταλάβεις.
ξανάστροφα ΕΠIΡΡ. [μσν. ξανάστροφος < εξανάστροφος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αρχ. ρ. ἐξαναστρέφ(ω) `αναποδογυρίζω΄ -ος (σύγκρ. στρέφω - στροφή)]
- περιστροφή η [peristrofí] Ο29 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του περιστρέφω: H ~ της Γης γύρω από τον άξονά της· (πρβ. περιφορά). 2. (μτφ., συνήθ. πληθ.) έμμεσες, πλάγιες αναφορές: Mίλησε χωρίς περιστροφές και μισόλογα.
[λόγ. < αρχ. περιστροφή]
- περιστροφικός -ή -ό [peristrofikós] Ε1 : που γίνεται με περιστροφή: Περιστροφική κίνηση (π.χ. ενός τροχού). || που λειτουργεί με περιστροφή: ~ φάρος.
περιστροφικώς & περιστροφικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. περιστροφ(ή) -ικός· λόγ. περιστροφικ(ός) -ώς]
- περίστροφο το [perístrofo] Ο42 : πιστόλι με μύλο (με περιστρεφόμενο κύλινδρο φυσιγγίων)· ρεβόλβερ: Εξάσφαιρο ~. || (επέκτ.) για κάθε είδους πιστόλι.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. περίστροφος `που περιστρέφεται σε υποδοχή΄ σημδ. αγγλ. revolver]
- πέστροφα η [péstrofa] Ο27α : είδος ψαριού των γλυκών νερών.
[βουλγ. pŭstŭrva (αρχική σημ.: `παρδαλή΄) παρετυμ. *επίστροφα (< επιστρέφω)]



