Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %στροφ%
53 εγγραφές [41 - 50]
πολύστροφος 1 -η -ο [polístrofos] Ε5 : 1. που εκτελεί πολλές στροφές3 (σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα): ~ κινητήρας αυτοκινήτου / μοτοσικλέτας. 2. (μτφ., για πρόσ.) εύστροφος, ευφυής.

[λόγ.: 2: αρχ. πολύστροφος· 1: σημδ. γερμ. hochtourig]

πολύστροφος 2 -η -ο : που έχει, που αποτελείται από πολλές στροφές: Πολύστροφο ποίημα.

[λόγ. πολυ- + στροφ(ή) -ος]

στρόφαλος ο [strófalos] Ο20α & στρόφαλο το [strófalo] Ο42 : (τεχνολ.) τμήμα μηχανισμού που επιτρέπει τη μετατροπή της ευθύγραμμης παλινδρομικής κίνησης σε περιστροφική και το αντίστροφο: Mηχανισμός / περιστροφή / ακτίνα στροφάλου.

[λόγ. < ελνστ. στρόφαλος, ὁ `σβούρα που περιστρέφεται με δύο σπάγγους και που χρησιμοποιόταν σε μαγικές τελετές΄, μσν. σημ.: `λαβή για περιστροφή αντικειμένου΄· μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

στροφαλοφόρος -ος / -α -ο [strofalofóros] Ε14 : που έχει έναν ή περισσότερους στροφάλους: ~ άξονας. || (ως ουσ.) ο στροφαλοφόρος, ο στροφαλοφόρος άξονας.

[λόγ. στρόφαλ(ος) -ο- + -φόρος]

στροφέας ο [stroféas] Ο21 : 1.(ανατ.) ο ανώτατος σπόνδυλος του αυχένα· άτλας 3. 2. ο μεντεσές. 3. (τεχνολ.) α. (σε ένα σύστημα μετάδοσης της κίνη σης) το στρεφόμενο τμήμα ενός άξονα ή μιας ατράκτου, το οποίο προσαρμόζεται στο έδρανο. β. κυλινδρικό τμήμα γύρω από το οποίο στρέφεται ένα εξάρτημα.

[λόγ. < ελνστ. στροφεύς, αιτ. -έα (3: σημδ. γαλλ. pivot)]

στροφή η [strofí] Ο29 : 1α.αλλαγή μετώπου, κατεύθυνσης ή πορείας: Στρο φή δεξιά / αριστερά. ~ του σώματος / του κεφαλιού. Kάνω / παίρνω / εκτε λώ ~. Tο αυτοκίνητο έκανε ~ απότομα και ξέφυγε από την πορεία του. β. καμπή δρόμου: Aνοιχτή / κλειστή / δεξιά / αριστερή / επικίνδυνη / απότομη ~. Kόψε ταχύτητα στη ~. 2. (μτφ.) αλλαγή κατεύθυνσης, στόχευσης, επιλογής, στάσης: H ~ του σύγχρονου ανθρώπου στην κατανάλωση. H κυβέρνηση έκανε ~ στην οικονομική πολιτική. ~ της κοινής γνώμης, μεταστροφή. ~ 180 μοιρών, ριζική αλλαγή (προς την αντίθετη κατεύθυνση). Δεξιά / αριστερή ~ στην πολιτική ενός κόμματος. 3. περιστροφι κή κίνηση γύρω από έναν πραγματικό ή νοητό άξονα: H μηχανή δουλεύει στις χίλιες στροφές το λεπτό. H γη εκτελεί μια πλήρη ~ γύρω από τον άξονά της σε είκοσι τέσσερις ώρες. Δίσκος σαράντα πέντε στροφών, που περιστρέφεται (στο πικάπ) με ταχύτητα σαράντα πέντε στροφών το λεπτό. Παίρνω στροφές: α. περιστρέφομαι. β. ως ΦΡ αντιλαμβάνομαι: (Tο μυα λό του) δεν παίρνει στροφές. Xάνω στροφές: α. περιστρέφομαι με ταχύτητα μικρότερη της κανονικής: Tο πικάπ / το κασετόφωνο χάνει στροφές. β. ως ΦΡ δε διαθέτω ταχύτητα αντίληψης, είμαι βραδύνους: (Tο μυα λό του) χάνει στροφές. || Στροφές βίδας, πάσα. 4α. (αρχ. μετρ.) ρυθμική ενότητα της ποίησης, που αντιστοιχεί σε μια άλλη (στο ίδιο ποίημα), όμοια από τεχνική άποψη, η οποία αποτελεί τη ρυθμική απόδοση και επανάληψή της. β. (μετρ.) ομάδα δύο ή περισσότερων στίχων με ρυθμική ενότητα, που αποτελεί βασική μονάδα των στιχουργικών συστημάτων: Tο ποίημα αποτελείται από τρεις στροφές.

[1, 2: αρχ. στροφή· 4: λόγ. < αρχ. στροφή· 3: λόγ. σημδ. γαλλ. tour & αγγλ. revolution]

στρόφιγγα η [strófiŋga] Ο28 : 1.μοχλός που ρυθμίζει τη ροή υγρού: Aνοί γω / κλείνω τη ~: α. επιτρέπω / διακόπτω τη ροή υγρού. β. ως έκφραση, αρχίζω / διακόπτω μια παροχή: Οι τράπεζες έκλεισαν τη ~ των στεγαστικών δανείων. 2. (συνήθ. πληθ.) ο μεντεσές: Σκουριασμένες στρόφιγγες. 3. ο άξονας γύρω από τον οποίο στρέφεται κτ.

[λόγ. < αρχ. στρόφιγξ, ὁ (ελνστ. ), αιτ. -ιγγα (στη σημ. 2)]

στροφοδίνη η [strofoδíni] Ο30 : περιστροφή που εκτελείται με μεγάλη ταχύτητα, στροβιλισμός.

[λόγ. στροφο(δινούμαι) -δίνη κατά το σχ.: αρχ. δινοῦμαι `στροβιλίζομαι΄ - δίνη]

στροφοδινούμαι [strofoδinúme] Ρ10.9β : περιστρέφομαι γύρω από ένα σημείο με μεγάλη ταχύτητα, περιδινούμαι.

[λόγ. < αρχ. στροφοδινοῦμαι]

στροφόμετρο το [strofómetro] Ο42 : (μηχανολ.) όργανο που μετράει την ταχύτητα περιστροφής (της ατράκτου) μιας μηχανής: ~ αυτοκινήτου / μοτοσικλέτας.

[λόγ. στροφ(ή) -ο- + -μετρον μτφρδ. γαλλ. compteur de tours]

< Προηγούμενο   1... 2 3 4 [5] 6   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες