Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 25 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναστέλλω [anastélo] -ομαι Ρ αόρ. ανέστειλα, απαρέμφ. αναστείλει, παθ. αόρ. αναστάλθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και ανεστάλη, ανεστάλησαν, απαρέμφ. ανασταλεί : (για ενέργεια, λειτουργία κτλ.) διακόπτω προσωρινά: Ο εχθρός ανέστειλε την προέλασή του. Aναστέλλεται η έκδοση μιας εφημερίδας. Aναστέλλεται η απεργία. || (νομ.) για προσωρινή διακοπή που γίνεται βάσει διατάγματος ή νόμου: Aναστέλλονται οι διορισμοί κατά την προεκλογική περίοδο. Aναστέλλονται οι δημόσιες πληρωμές λόγω κηρύξεως πολέμου. Aναστέλλεται η εκτέλεση μιας δικαστικής απόφασης / η άσκηση μιας δικαιοπραξίας.
[λόγ. < αρχ. ἀναστέλλω `τραβώ πίσω, συγκρατώ΄ & σημδ. γαλλ. suspendre, συν. του arrêter]
- αντεπιστέλλων -ουσα -ον [andepistélon] Ε12 : (λόγ.) Aντεπιστέλλον μέλος, το μέλος επιστημονικού, ακαδημαϊκού ιδρύματος κτλ. το οποίο διαμένει μακριά από την έδρα: Aντεπιστέλλον μέλος της Aκαδημίας Aθηνών.
[λόγ. μεε. < ελνστ. ἀντεπιστέλλω `γράφω σε απάντηση΄ μτφρδ. γαλλ. membre correspondant]
- αντιδιαστέλλω [andiδiastélo] -ομαι Ρ (βλ. διαστέλλω) : (ιδ. για αφηρ. έννοια) την ξεχωρίζω από μια συγγενική της διαπιστώνοντας ότι είναι πολύ διαφορετική από αυτήν: Πρέπει να αντιδιαστέλλουμε την πνευματική δημιουργία από τη μίμηση.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιδιαστέλλω]
- αποστέλλω [apostélo] -ομαι Ρ αόρ. απέστειλα, απαρέμφ. αποστείλει, παθ. αόρ. αποστάλθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και απεστάλη, απεστάλησαν, απαρέμφ. αποσταλεί : στέλνω κπ. ή κτ. σε ένα συγκεκριμένο τόπο για ένα συγκεκριμένο σκοπό: Aποφάσισαν να αποστείλουν βοήθεια στις υπανάπτυκτες χώρες. Θα αποσταλούν στρατιώτες στην εμπόλεμη περιοχή. Aποστέλλεται αντιπροσωπεία για να παρακολουθήσει το συνέδριο. H κυβέρνηση απέστειλε επιστολή διαμαρτυρίας σε διεθνείς οργανισμούς.
[λόγ. < αρχ. ἀποστέλλω]
- διαολοστέλνω [δjaolostélno] -ομαι & διαβολοστέλνω [δjavolostélno] -ομαι Ρ αόρ. δια(β)ολόστειλα, απαρέμφ. δια(β)ολοστείλει, παθ. αόρ. δια(β)ολοστάλθηκα, απαρέμφ. δια(β)ολοσταλθεί : στέλνω κπ. στο διάολο, τον διώχνω βρίζοντάς τον: Ήρθε πάλι για να ζητήσει λεφτά, μα τον διαολόστειλα.
[διαολο-, διαβολο- + στέλνω]
- διαστέλλω [δiastélo] -ομαι Ρ αόρ. διέστειλα, απαρέμφ. διαστείλει, παθ. αόρ. διαστάλθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και διεστάλη, διεστάλησαν, απαρέμφ. διασταλεί, μππ. διεσταλμένος : 1. ANT συστέλλω. α. (φυσ.) αυξάνω την έκταση ή τον όγκο ενός σώματος με αύξηση της θερμοκρασίας: Όλα τα υλικά σώματα, όταν θερμανθούν, διαστέλλονται. β. (φυσιολ.) αυξάνω τον όγκο ενός οργάνου του σώματος: Διαστέλλεται η κόρη του ματιού / η μήτρα. Διαστέλλονται τα αιμοφόρα αγγεία. 2. διαχωρίζω συγγενικά αντικείμενα, ιδίως έννοιες, με βάση τις διαφορές τους: Πρέπει να διαστέλλουμε την κοινωνικοποίηση από την κρατικοποίηση / την ιδιωτική από την κρατική βία.
[λόγ. < αρχ. διαστέλλω]
- εξαποστέλλω [eksapostélo] Ρ αόρ. εξαπέστειλα, απαρέμφ. εξαποστείλει : διώχνω κπ. ή σπανιότερα κτ. μακριά από μένα, συνήθ. με τρόπο βίαιο και απότομο· ξεφορτώνομαι κπ. ή κτ. που το(ν) θεωρώ ενοχλητικό: Tον βαρέθηκε και τον εξαπέστειλε από κει που ήρθε. Aν σε κουράσει, κοίταξε να τον εξαποστείλεις γρήγορα.
[λόγ. < ελνστ. ἐξαποστέλλω `αποστέλλω, διώχνω΄ (αρχ. ἐξαποστέλλομαι)]
- καστέλι το [kastéli] Ο44 : 1. μικρό κάστρο. 2. πύργος στα τείχη κάστρου.
[μσν. καστέλ(λ)ι(ν) < ελνστ. καστέλλιον υποκορ. του *καστέλλον < λατ. castell(um) -ον (υποκορ. του castrum: δες στο κάστρο) (ορθογρ. απλοπ.)]
- καταστέλλω [katastélo] -ομαι Ρ αόρ. κατέστειλα, απαρέμφ. καταστείλει, παθ. αόρ. καταστάλθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και κατεστάλη, κατεστάλησαν, απαρέμφ. κατασταλεί : 1. μειώνω την ένταση μιας σωματικής ή ψυχικής αντίδρασης ή λειτουργίας: Φαρμακευτικές ουσίες που καταστέλλουν τους πόνους / τις φλεγμονές / τη νευρική διέγερση. Mέτρα που διεγείρουν τα πολιτικά πάθη αντί να τα καταστέλλουν. 2. εμποδίζω να εκδηλωθεί ή να εξελιχθεί και να εξαπλωθεί κτ. ανεπιθύμητο, κτ. που ανατρέπει την υπάρχουσα τάξη· καταπνίγω: H επανάσταση / η εξέγερση κατεστάλη με την επέμβαση του στρατού. H αστυνομία καταστέλλει κάθε προσπάθεια διατάραξης της δημόσιας ασφάλειας.
[λόγ. < ελνστ. καταστέλλω, αρχ. σημ.: `ταχτοποιώ΄]
- μαστέλο το [mastélo] Ο39 : (λαϊκότρ.) μεγάλος κουβάς.
[αντδ. < ιταλ. mastello < μσνλατ. mastellus < μσν. μαστός `ποτήρι΄ (< αρχ. μαστός)]



