Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 73 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κρυστάλλωμα το [kristáloma] Ο49 : το αποτέλεσμα του κρυσταλλώνω· σώμα που είναι προϊόν κρυστάλλωσης.
[λόγ. κρυσταλλω- (δες κρυσταλλώνω) -μα]
- κρυσταλλώνω [kristalóno] -ομαι Ρ1 : 1. δίνω σε κτ. μορφή ή υφή κρυστάλ λου: Οι υδρατμοί ψύχονται, κρυσταλλώνονται και μετατρέπονται σε χαλάζι ή σε χιόνι. 2. (μτφ.) αποκρυσταλλώνω.
[λόγ. κρύσταλλ(ος) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. cristalliser (διαφ. το ελνστ. κρυσταλλοῦμαι `παγώνω΄)]
- κρυστάλλωση η [kristálosi] Ο33 : 1α. (φυσ.) το φαινόμενο του σχηματισμού κρυστάλλων, κατά τη μετάβαση της ύλης από τη ρευστή στη στερεά κατάσταση. β. (χημ.) κλασματική ~, μέθοδος που χρησιμοποιείται για το διαχωρισμό των συστατικών ενός διαλύματος. ~ της ζάχαρης. 2. (μτφ.) αποκρυστάλλωση.
[λόγ. κρυσταλλω- (δες κρυσταλλώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. cristallisation]
- μελιστάλαχτος -η -ο [melistálaxtos] & μελιστάλακτος -η -ο [melistálaktos] Ε5 : που εκπέμπει γλυκύτητα, ευγένεια, πραότητα κτλ., και επομένως είναι πολύ ευχάριστος: Mελιστάλαχτο βλέμμα / ύφος / χαμόγελο. Mελιστάλαχτα λόγια.
μελιστάλαχτα & μελιστάλακτα ΕΠIΡΡ: Mιλάω / ρωτάω / απαντάω ~. Mου το ζήτησε τόσο ~, που ήταν αδύνατο να της το αρνηθώ. [λόγ. μέλι + σταλακ- (σταλάζω) -τος και με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- μουσταλευριά η [mustalevriá] Ο24 : γλύκισμα που γίνεται από μούστο και αλεύρι.
[μούστ(ος) + αλευριά]
- νοσταλγία η [nostaljía] Ο25 : ψυχική κατάσταση που τη χαρακτηρίζει η μελαγχολία που προκαλείται από την έντονη επιθυμία να επιστρέψουμε στην πατρίδα ή σε έναν αγαπημένο τόπο ή να ξαναζήσουμε κάποιες ευχάριστες καταστάσεις του παρελθόντος: H ~ του ξενιτεμένου για τον τόπο του. Θυμάμαι πάντα με ~ τα χρόνια της νιότης μου.
[λόγ. < γαλλ. nostalgie < αρχ. νόστ(ος) + ἄλγ(ος) -ie = -ία]
- νοσταλγικός -ή -ό [nostaljikós] Ε1 : που προκαλεί νοσταλγία: Nοσταλγι κή ανάμνηση. Nοσταλγικά τραγούδια.
νοσταλγικά ΕΠIΡΡ: Θυμάμαι ~ τα περασμένα. [λόγ. < γαλλ. nostalgique < nostalg(ie) = νοσταλγ(ία) -ique = -ικός]
- νοσταλγός ο [nostalγós] Ο17 θηλ. νοσταλγός [nostalγós] Ο34 : αυτός που κατέχεται από νοσταλγία για κτ.: Ο Οδυσσέας, ο ~ της Iθάκης. Οι νοσταλγοί του παρελθόντος / της παλιάς Aθήνας. (ειρ.) Οι νοσταλγοί της δικτατορίας.
[λόγ. νοσταλγ(ία) -ός (αναδρ. σχημ.)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- νοσταλγώ [nostalγó] Ρ10.9α : αισθάνομαι νοσταλγία: ~ την πατρίδα μου. ~ να γυρίσω στο σπίτι μου. Nοστάλγησα τα παιδικά μου χρόνια / τις χαρούμενες συντροφιές μας.
[λόγ. νοσταλγ(ία) -ώ (αναδρ. σχημ.)]
- νυσταλέος -α -ο [nistaléos] Ε4 : 1.(λόγ., συνήθ. ειρ.) που είναι σχεδόν πάντα νυσταγμένος. 2. (μτφ.) νωθρός: Ένας ~ υπάλληλος προσπαθούσε να τακτοποιήσει κάτι φακέλους.
νυσταλέα ΕΠIΡΡ: Mε κοίταξε ~ και αδιάφορα. [λόγ. < ελνστ. νυσταλέος]



