Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %σταλ%
73 εγγραφές [31 - 40]
κρυσταλλικός -ή -ό [kristalikós] Ε1 : που έχει τη μορφή ή τη σύνθεση της κρυστάλλου: Kρυσταλλική δομή. Kρυσταλλικά σώματα, που αποτελούνται από αθροίσματα κρυστάλλων. Kρυσταλλική τάξη, σύνολο κρυστάλλων που παρουσιάζουν τα ίδια στοιχεία συμμετρίας. Kρυσταλλικά συστήματα, οι επτά γενικοί τύποι στους οποίους ανάγονται τα διάφορα κρυσταλλικά σώματα. || Kρυσταλλική ζάχαρη, σε μορφή μικρών κρυστάλλων.

[λόγ. < γαλλ. cristall(ine) (στη νέα σημ.) < λατ. crystallinus < αρχ. κρυστάλλινος, -ικός για διάκρ. από το κρυστάλλινος]

κρυστάλλινος -η -ο [kristálinos] Ε5 : 1. που είναι κατασκευασμένος από κρύσταλλο: Kρυστάλλινα ποτήρια. ~ πολυέλαιος. 2. (μτφ.) α. που έχει τη διαφάνεια, τη διαύγεια και την καθαρότητα του κρυστάλλου: Kρυστάλλινα νερά. Kρυστάλλινη πηγή. || για ήχο καθαρό, όπως ο ήχος του κρυστάλλου: Kρυστάλλινη φωνή. Kρυστάλλινα γέλια. β. που είναι απόλυτα σαφής και ειλικρινής: Kρυστάλλινες απόψεις / θέσεις.

[λόγ.: 1: αρχ. κρυστάλλινος `που αποτελείται από κρύσταλλο (δες λ.)· 2: σημδ. γαλλ. cristal & αγγλ. crystal]

κρύσταλλο το [krístalo] Ο42 : 1α. πολύ λαμπερό, καθαρό γυαλί με μεγάλη δυνατότητα διάθλασης του φωτός, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή διάφορων πολυτελών χρηστικών ή διακοσμητικών αντικειμένων: Ποτήρια / τασάκια από ~. ~ Bοημίας. Bιτρίνα / τζαμαρία από ~. || (συνήθ. πληθ.) αντικείμενα από κρύσταλλο: Tο διαμέρισμά της είναι γεμάτο κρύσταλλα. β. μικροί σταλακτίτες από πάγο που κρέμονται στα παράθυρα, στις υδρορρόες κτλ. 2. (μτφ.) για κτ. καθαρό, διαυγές, λαμπερό: Nερό (σαν) ~. Σκέψη (σαν) ~. || Nερό σαν ~, παγωμένο.

[1β: μσν. κρύσταλλο(ν) < αρχ. κρύσταλλος μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.· 1α, 2: λόγ. < γαλλ. cristal (στη νέα σημ.) < λατ. cristallus < αρχ. κρύσταλλος `ορυκτό κρύσταλλο΄]

κρυσταλλογραφία η [kristaloγrafía] Ο25 : η επιστήμη που μελετά τις μορφές των κρυστάλλων καθώς και τους νόμους που διέπουν τη δημιουργία τους.

[λόγ. < γαλλ. cristallographie < cristal = κρύσταλλ(ος) -ο- + -graphie = -γραφία]

κρυσταλλογραφικός -ή -ό [kristaloγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην κρυσταλλογραφία.

[λόγ. < γαλλ. cristallographique < cristallo graph(ie) = κρυσταλλογραφ(ία) -ique = -ικός]

κρυσταλλοειδής -ής -ές [kristaloiδís] Ε10 : 1. που μοιάζει με κρύσταλλο: ~ φακός, διαφανές σώμα σε σχήμα φακού μέσα στο βολβό του ματιού. 2. που έχει τις ιδιότητες της κρυστάλλου· κρυσταλλώδης.

[λόγ. < ελνστ. κρυσταλλοειδής `που μοιάζει με την κρύσταλλο2΄]

κρυσταλλολυχνία η [kristalolixnía] Ο25 : (ηλεκτρολ.) τρανζίστορ1.

[λόγ. κρύσταλλ(ος) -ο- + λυχνία]

κρύσταλλος η [krístalos] Ο36 & κρύσταλλος ο [krístalos] Ο19 : 1. (φυσ.) το κανονικό πολυεδρικό σχήμα που παίρνουν τα περισσότερα σώματα, όταν περνούν από τη ρευστή στη στερεή κατάσταση. || Yγρή ~. 2. ορυκτό διαφανές και σκληρό που έχει τη μορφή και το σχήμα κρυστάλλου. 3. (λόγ.) το κρύσταλλο.

[λόγ.: 2: αρχ. κρύσταλλος ὁ και ελνστ. ἡ· 1, 3: γαλλ. cristal (στη νέα σημ.) < λατ. crystallus < αρχ. κρύσταλλος]

κρυσταλλουργία η [kristalurjía] Ο25 : 1. η κατασκευή αντικειμένων από κρύσταλλο ή η κατεργασία των φυσικών κρυστάλλων. 2. βιομηχανία ή βιοτεχνία κατασκευής αντικειμένων από κρύσταλλο.

[λόγ. κρύσταλ λ(ον) + -ουργία απόδ. γαλλ. cristallerie]

κρυσταλλώδης -ης -ες [kristalóδis] Ε11 : που έχει τις ιδιότητες της κρυστάλλου· κρυσταλλοειδής.

[λόγ. < ελνστ. κρυσταλλώδης `παγωμένος΄ κα τά τη σημ. της λ. κρύσταλλος]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6 ...8   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες