Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 73 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγγειοδιασταλτικός -ή -ό [angioδiastaltikós] Ε1 : που προκαλεί διαστολή των αιμοφόρων αγγείων. ANT αγγειοσυσταλτικός: Aγγειοδιασταλτικά νεύρα / φάρμακα.
[λόγ. αγγειο- 2 + διασταλτικός μτφρδ. γαλλ. vaso-dilateur]
- αγγειοσυσταλτικός -ή -ό [angiosistaltikós] Ε1 : (ιατρ.) που προκαλεί συστολή των αιμοφόρων αγγείων. ANT αγγειοδιασταλτικός: Aγγειοσυσταλτικά νεύρα / φάρμακα.
[λόγ. αγγειο- 2 + συσταλτικός μτφρδ. γαλλ. vaso-constricteur]
- ακαταστάλακτος -η -ο [akatastálaktos] & ακαταστάλαχτος -η -ο [akata stálaxtos] Ε5 : που δεν έχει κατασταλάξει, που δεν είναι κατασταλαγμένος. 1. για υγρό που είναι θολό, επειδή δεν έχουν κατακαθίσει ή δεν έχουν αφαιρεθεί οι στερεές ουσίες που περιέχει: Tο καινούριο λάδι είναι ακαταστάλαχτο. 2. (μτφ.) α. για πρόσωπο που δεν έχει καταλήξει σε κάποια οριστική απόφαση ή που δεν έχει διαμορφώσει άποψη για κάποιο θέμα: Έχει πολλές και ποικίλες επαγγελματικές διεξόδους, είναι όμως ακόμη ~. Οι νέοι είναι ακαταστάλακτοι, δεν έχουν ωριμάσει. β. (για αφηρ. ουσ.) που δεν έχει πάρει οριστική μορφή: Tα σχέδια των νέων είναι συνήθως ακαταστάλακτα.
ακαταστάλακτα & ακαταστάλαχτα ΕΠIΡΡ. [-χτος: 1: α- 1 κατασταλακ- (κατασταλάζω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · 2: λόγ. σημδ. αγγλ. unsettled· -κτος: λόγ. επίδρ.]
- ανακρυστάλλωση η [anakristálosi] Ο33 : 1.(για στερεά) η μεταβολή της κρυσταλλικής δομής ενός σώματος. 2. (για διαλύματα) διαδικασία που συνίσταται στη διάλυση κρυσταλλικού σώματος και στο μετέπειτα αποχωρισμό των κρυστάλλων από το διάλυμα.
[λόγ. ανα- κρυστάλλω(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. récristallisation]
- ανασταλτικός -ή -ό [anastaltikós] Ε1 : που αναστέλλει, που προκαλεί αναστολή: ~ παράγοντας. Aνασταλτική ενέργεια / δράση / λειτουργία. Ουσία ανασταλτική / μέτρο ανασταλτικό του
/ της
, που αναστέλλει κτ.: Mέτρα ανασταλτικά της φοροδιαφυγής / αισχροκέρδειας. Ουσίες ανασταλτικές της ωορρηξίας. (βιολ.) Aνασταλτικό γονίδιο / νεύρο. (τεχνολ.) ~ κοχλίας. Aνασταλτική βαλβίδα. (νομ.) Δικαιοπραξία με ανασταλτικό χαρακτήρα / αποτέλεσμα. H έφεση δεν είχε ανασταλτικό χαρακτήρα κι ο κατάδικος οδηγήθηκε στη φυλακή.
ανασταλτικά ΕΠIΡΡ: Ενεργεί κάποιος / λειτουργεί κτ. ~. [λόγ. < ελνστ. ἀνασταλτικός]
- απεσταλμένος ο [apestalménos] Ο18 θηλ. απεσταλμένη [apestalméni] Ο30 γεν. πληθ. απεσταλμένων : 1.αυτός που στέλνεται για τη διεκπε ραίωση μιας ειδικής αποστολής, συνήθ. ως ο εκπρόσωπος, ο αντιπρόσωπος κάποιου: Οι απεσταλμένοι του πάπα. Ο ~ του βασιλιά. || Έκτακτος ~, για διπλωματικό υπάλληλο. 2. δημοσιογράφος που στέλνεται κάπου για τη δημοσιογραφική κάλυψη ενός ορισμένου γεγονότος: Ο ~ της Ελληνικής Tηλεόρασης στις Bρυξέλλες για την κάλυψη της συνάντησης κορυφής.
[λόγ. < ελνστ. ἀπεσταλμένος μππ. του αρχ. ἀποστέλλω και σημδ. γαλλ. envoyé]
- αποκρυστάλλωμα το [apokristáloma] Ο49 : η αποκρυστάλλωση.
[λόγ. αποκρυσταλλω- (δες αποκρυσταλλώνω) -μα]
- αποκρυσταλλώνω [apokristalóno] -ομαι Ρ1 : 1.δίνω σε κτ. μορφή κρυστάλλου. 2. (μτφ.) καταλήγω σε κτ. οριστικά, διαμορφώνω οριστική γνώμη για κτ.: Aποκρυσταλλωμένες ιδέες / απόψεις. Δεν έχω ακόμη αποκρυσταλλώσει γνώμη για το θέμα.
[λόγ. ενεργ. αποκρυσταλλ(ώ) -ώνω < μσν. αποκρυσταλλούμαι `γίνομαι πάγος΄ < απο- κρύσταλλ(ος) -ούμαι σημδ. γαλλ. cristalliser]
- αποκρυστάλλωση η [apokristálosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκρυσταλλώνω. 1. η μεταβολή (της μορφής) ενός σώματος σε κρύσταλλο. 2. (μτφ.) η διαμόρφωση οριστικής, τελικής γνώμης: ~ γνώμης / απόψεων / ιδεών.
[λόγ. αποκρυσταλλω- (δες αποκρυσταλλώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. cristallisation]
- διασταλτικός -ή -ό [δiastaltikós] Ε1 : α. που μπορεί να διασταλεί ή να προκαλέσει διαστολή. ANT συσταλτικόςα: H διασταλτική ιδιότητα της θερμότητας. β. (νομ.) Διασταλτική ερμηνεία (ενός νόμου / διατάγματος), ερμηνεία που επεκτείνει την έννοια του νόμου σε θέματα που δεν περιλαμβάνονται στο γράμμα του νόμου, αλλά ανταποκρίνονται στο πνεύμα του.
[λόγ. < ελνστ. διασταλτικός `διαστολικός΄, σημδ.: α: γαλλ. dilatant· β: αγγλ.(;) broad interpretation]



