Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %σπουδ%
23 εγγραφές [11 - 20]
σπουδαιολογώ [spuδeoloγó] Ρ10.9α : δίνω μεγαλύτερη σημασία από ό,τι θα έπρεπε σε πράγματα ουσιαστικά ασήμαντα: Mην τα σπουδαιολογείς!

[λόγ. < αρχ. σπουδαιολογῶ `μιλώ για σοβαρά θέματα΄]

σπουδαίος -α -ο [spuδéos] Ε4 : 1. (για πρόσ.) που είναι εξαιρετικός στον τομέα του, που διακρίνεται για την ηθική, κοινωνική, επιστημονική, επαγγελματική κτλ. δραστηριότητά του· πολύ καλός: Είναι ~ άνθρωπος, εξαιρετικός χαρακτήρας. ~ ηθοποιός / γιατρός / ζωγράφος. Είσαι ~! Σπουδαία γυναίκα!, πολύ καλή, πολύ έξυπνη ή πολύ ωραία. Yπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους πολιτικούς μας. Θα σου συστήσω ένα σπουδαίο τεχνίτη. (ειρ.) (Mωρέ μπράβο) ~ φίλος / γιατρός είσαι!, για κπ. που δε φέρθηκε όπως θα περιμέναμε από αυτόν. (έκφρ.) κάνει το σπουδαίο, πιστεύει ότι είναι σπουδαίος, έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και συμπεριφέρεται με τρόπο υπεροπτικό. || Σπουδαίο πρόσωπο, που κατέχει μια σημαντική θέση, σημαίνων άνθρωπος. (ειρ.) Σπουδαίο υποκείμενο! 2α. (για πργ.) που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, που αξίζει να προσεχθεί, που είναι εξαιρετικά αξιόλογος, χρήσιμος ή επικερδής: Σπουδαία ανακάλυψη. Σπουδαίο εύρημα. Aυτή είναι πραγματικά μια σπουδαία είδηση! Έχουμε ένα πολύ σπουδαίο ζήτημα να συζητήσουμε. Σπουδαίο βιβλίο / σπουδαία ταινία. Ήταν ένα σπουδαίο παιχνίδι. Kλείσαμε μια σπουδαία δουλειά. β. (ειρ.) για κτ. εξαιρετικά ασήμαντο, αφελές κτλ.: Σπουδαία δικαιολογία! (έκφρ.) σπουδαίο πράγμα*. ΦΡ σπουδαία τα λάχανα*! || (έκφρ.) το πιο σπουδαίο είναι ότι…, το πιο σημαντικό… τίποτα το σπουδαίο, για κτ. τελείως ασήμαντο ή αδιάφορο ή για κπ. χωρίς ιδιαίτερες ικανότητες: Είναι ομορφούλα, αλλά τίποτα το σπουδαίο… Δεν είναι τίποτα το σπουδαίο ως ζωγράφος. (λόγ.) ες αύριον* τα σπουδαία. σπουδαία ΕΠIΡΡ πολύ καλά, εξαιρετικά: Περάσαμε ~ στην εκδρομή. Tα πάμε ~ εμείς οι δυο.

[λόγ. < αρχ. σπουδαῖος `σοβαρός, άξιος προσοχής΄]

σπουδαιότητα η [spuδeótita] Ο28 : ιδιότητα που χαρακτηρίζει κτ. εξαιρετικά σημαντικό, κτ. το οποίο έχει ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα: Δεν έχετε εκτιμήσει, όπως θα έπρεπε, τη ~ της κατάστασης. Είναι ένα θέμα ύψιστης σπουδαιότητας.

[λόγ. < αρχ. σπουδαιότης, αιτ. -ητα]

σπουδαιοφάνεια η [spuδeofánia] Ο27 : η ιδιότητα του σπουδαιοφανούς.

[λόγ. σπουδαιοφαν(ής) -εια]

σπουδαιοφανής -ής -ές [spuδeofanís] Ε10 : που επιδιώκει να παρουσιάζεται ως σπουδαίος, που έχει το ύφος του σπουδαίου χωρίς να είναι.

[λόγ. σπουδαί(ος) -ο- + -φανής]

σπούδασμα το [spúδazma] Ο49 : (προφ.) η ενέργεια του σπουδάζω: Έχει δυο παιδιά για ~.

[σπουδασ- (σπουδάζω) -μα]

σπουδασμένος -η -ο [spuδazménos] Ε3 μππ. του σπουδάζω : που έχει σπουδάσει, που έχει κάνει ανώτερες ή ανώτατες σπουδές. || ο μορφωμένος.

[μππ. του σπουδάζω]

σπουδαστήριο το [spuδastírio] Ο40 : ειδικός χώρος σε εκπαιδευτικά κυρίως ιδρύματα, στον οποίο μπορεί κάποιος να μελετήσει ένα συγκεκριμένο θέμα με βάση τα ειδικά βιβλία που υπάρχουν σ΄ αυτό.

[λόγ. σπουδασ- (σπουδάζω) -τήριον απόδ. γερμ. Studierzimmer]

σπουδαστής ο [spuδastís] Ο7 θηλ. σπουδάστρια [spuδástria] Ο27 : αυτός που φοιτά σε ανώτερη σχολή ή σε σχολή που δεν εντάσσεται στην ανώτατη εκπαιδευτική βαθμίδα: ~ στα Tεχνολογικά Εκπαιδευτικά Iδρύματα (TΕI). Οι σπουδαστές του Kρατικού Ωδείου. Σπουδάστρια σε σχολή χορού. || γενική ονομασία για τους σπουδαστές και φοιτητές.

[λόγ. σπουδασ- (σπουδάζω) -τής μτφρδ. γαλλ. étudiant (διαφ. το ελνστ. σπουδαστής `υποστηριχτής΄)· λόγ. σπουδασ(τής) -τρια]

σπουδαστικός -ή -ό [spuδastikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους σπουδαστές και φοιτητές: Σπουδαστικά προβλήματα. Σπουδαστι κά δάνεια. Σπουδαστικό συνάλλαγμα.

[λόγ. σπουδαστ(ής) -ικός (διαφ. το αρχ. σπουδαστικός `ένθερμος΄)]

< Προηγούμενο   1 [2] 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες