Dictionary of Standard Modern Greek
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- επισπεύδω [epispévδo] -εται Ρ αόρ. επέσπευσα, απαρέμφ. επισπεύσει, παθ. αόρ. επισπεύσθηκε, απαρέμφ. επισπευσθεί : κάνω, πραγματοποιώ κτ. γρηγορότερα από ό,τι αρχικά αυτό είχε οριστεί: Λόγω των έκτακτων γεγονότων ο πρωθυπουργός επισπεύδει την επάνοδό του από το εξωτερικό. Οι εξετάσεις / οι εκλογές επισπεύδονται κατά μία εβδομάδα. || (απόλ.) επιταχύνω ορισμένο ρυθμό: Πρέπει να επισπεύσουμε, για να είμαστε μέσα στις προθεσμίες.
[λόγ. < αρχ. ἐπισπεύδω]
- σπεύδω [spévδo] Ρ αόρ. έσπευσα, απαρέμφ. σπεύσει : 1. πηγαίνω κάπου με βιασύνη: Mόλις έγιναν γνωστές οι ταραχές ο πρωθυπουργός έσπευσε στη Θεσσαλονίκη. 2α. ενεργώ με ταχύτητα, κινούμαι δραστήρια: Πρέπει να σπεύσεις, πριν περάσει η προθεσμία. Έσπευσαν σε βοήθεια των τραυματιών. ΦΡ σπεύδε βραδέως*. β. επιχειρώ να κάνω κτ. με βιασύνη: Σπεύδει πάντα να απαντήσει πρώτος. Mη σπεύδεις να βγάζεις συμπεράσματα. Έσπευσε να παντρευτεί, βιάστηκε. || Έσπευσαν να τακτοποιήσουν τους δικούς τους σε μια καλή δουλειά, παρακάμπτοντας συνήθ. τη νόμιμη διαδικασία.
[λόγ. < αρχ. σπεύδω]



