Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
66 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μισόφωνο το [misófono] Ο42 : ημίφωνο.
[λόγ. μισο- 1 + φων(ή) -ο μτφρδ. στη δημοτ. της λ. ημίφωνο]
- μισόφωτο το [misófoto] Ο41 : (λογοτ.) ημίφως.
[λόγ. μισο- 1 + φωτ- (φως) -ο μτφρδ. στη δημοτ. της λ. ημίφως]
- ξυλόσοφος ο [ksilósofos] Ο20α : (σκωπτ.) αυτός που παριστάνει το φιλόσοφο χωρίς να είναι.
[λόγ. < μσν. ξυλοσοφ(ία) -ος περιπαιχτική παρετυμ. της λ. φιλο-σοφία]
- οισοφαγίτιδα η [isofajítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή του βλεννογόνου του οισοφάγου.
[λόγ. < γαλλ. Ψsophagite < Ψsophag(ue) < αρχ. οἰσοφάγ(ος) -ite = -ίτις > -ίτιδα]
- οισοφάγος ο [isofáγos] Ο18 : (ανατ.) τμήμα του πεπτικού συστήματος που έχει τη μορφή ενός μυώδους σωλήνα, ο οποίος συνδέει το φάρυγγα με το στομάχι.
[λόγ. < αρχ. οἰσοφάγος (αρχ. θ. οἰσ- του ρ. φέρω)]
- πανσοφία η [pansofía] Ο25 : η ιδιότητα του πάνσοφου, η πολύ μεγάλη σοφία, πολυμάθεια ή σύνεση.
[λόγ. πάνσοφ(ος) -ία]
- πάνσοφος -η -ο [pánsofos] Ε5 : που είναι πάρα πολύ σοφός, πολυμαθής ή συνετός.
[λόγ. < ελνστ. πάνσοφος, αρχ. σημ.: `πολύ ικανός΄]
- προσοφθάλμιος -ος -ο [prosofθálmios] Ε15 : (ιδ. οπτ.) ~ φακός, φακός ή σύστημα φακών που είναι στραμμένο προς το μάτι του παρατηρητή.
[λόγ. προσ- οφθαλμ(ός) -ιος απόδ. γαλλ. oculaire]
- ρασοφόρος ο [rasofóros] Ο18 : αυτός που φορά ράσο, κληρικός ή καλόγερος.
[λόγ. < μσν. ρασοφόρος `δόκιμος μοναχός που στη διάρκεια της δοκιμασίας φοράει ράσο΄ < ράσ(ον) -ο- + -φόρος]
- ρωσόφιλος -η -ο [rosófilos] Ε5 : που έχει φιλική διάθεση προς τους Ρώσους, που υποστηρίζει την πολιτική τους: ~ πολιτικός. Ρωσόφιλη πολιτική.
[λόγ. ρωσο- + -φιλος]