Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %σοβ%
46 εγγραφές [31 - 40]
σοβαρότητα η [sovarórita] Ο28 : η ιδιότητα του σοβαρού. 1. συμπεριφορά και νοοτροπία που χαρακτηρίζεται από υπευθυνότητα, περίσκεψη, αντικειμενικότητα: Kάνω κτ. με ~. Tου λείπει η ~. Σου μιλάω με κάθε / με απόλυτη ~, δεν αστειεύομαι. Kρατώ τη σοβαρότητά μου, δε γελώ, όπως θα ήθελα. Xάνω τη σοβαρότητά μου, γελώ ή κάνω πράγματα ανόητα. 2. κρισιμότητα: H ~ της διεθνούς κατάστασης. Aντιλαμβάνομαι τη ~ της αποστολής μου.

[λόγ. < ελνστ. σοβαρότης, αιτ. -ητα `θρασύτητα΄ κατά την αλλ. της σημ. του σοβαρός & σημδ. αγγλ. seriousness]

σοβαροφάνεια η [sovarofánia] Ο27 : η ιδιότητα του σοβαροφανούς· προσποιητή εκδήλωση σοβαρότητας.

[λόγ. σοβαροφαν(ής) -εια]

σοβαροφανής -ής -ές [sovarofanís] Ε10 : που θέλει και προσπαθεί να φαίνεται σοβαρός ή σπουδαίος, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι.

[λόγ. σοβαρ(ός) -ο- + -φανής]

σοβάς ο [sovás] Ο1 : αμμοκονίαμα για την επίχριση των τοίχων: Xοντρός ~, το πρώτο στρώμα σοβά από χοντρόκοκκη άμμο. Ψιλός ~, το δεύτερο στρώμα σοβά από λεπτόκοκκη άμμο.

[τουρκ. sova (& suva) ]

σοβατεπί το [sovatepí] Ο43 : στενή λωρίδα από ξύλο, μάρμαρο, μωσαϊκό κτλ., η οποία περιβάλλει το κάτω μέρος του τοίχου στο σημείο όπου ενώνεται με το πάτωμα.

[τουρκ. sovadipi (& suvadipi) ( [d > t] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.)]

σοβατζής ο [sovadzís] Ο8 : τεχνίτης ειδικός στο σοβάτισμα.

[τουρκ. sovacι (& suvacι) ]

σοβατίζω [sovatízo] -ομαι & σοβαντίζω [sovadízo] -ομαι Ρ2.1 : επιχρίω με σοβά την επιφάνεια ενός τοίχου.

[τουρκ. sovad(ι)- αόρ. του sovar -ίζω ( [d > t] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.)]

σοβάτισμα το [sovátizma] & σοβάντισμα το [sovádizma] Ο49 : η επίχριση ενός τοίχου με σοβά.

[σοβατισ- (σοβατίζω), σοβαντισ- (σοβαντίζω)-μα]

σοβεί [soví] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) για κτ. δυσάρεστο που βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση, για κτ. το οποίο υποβόσκει: Kυβερνητική κρίση ~ στη χώρα μας.

[λόγ. γ' εν. < αρχ. σοβῶ `προχωρώ γρήγο ρα, με νευρικότητα΄]

σοβιέτ το [soviét] Ο (άκλ.) : στη Ρωσία, συμβούλιο των αντιπροσώπων των εργατών, αγροτών και στρατιωτών κατά την επανάσταση του 1917. || Aνώτατο Σοβιέτ, το κύριο όργανο του Σοβιετικού κράτους που το αποτελούσαν οι αντιπρόσωποι του λαού.

[λόγ. < γαλλ. soviet < ρωσ. soviet `συμβούλιο΄]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες