Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 164 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καιροσκοπία η [keroskopía] Ο25 : καιροσκοπισμός.
[λόγ. καιροσκόπ(ος) -ία]
- καιροσκοπικός -ή -ό [keroskopikós] Ε1 : που αναφέρεται ή που ταιριάζει στον καιροσκόπο: Kαιροσκοπική πολιτική / τακτική. Kαιροσκοπικό κόμμα.
καιροσκοπικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. καιροσκόπ(ος) -ικός]
- καιροσκοπισμός ο [keroskopizmós] Ο17 : η τακτική που ακολουθεί ο καιροσκόπος, η χωρίς όρους και ηθικούς ενδοιασμούς προσαρμογή σε καταστάσεις, από τις οποίες περιμένει κάποιος προσωπικά οφέλη. || πολιτικός ~, πρακτική που χαρακτηρίζεται από υπερβολική προσαρμογή στις περιστάσεις, για λόγους πολιτικής εκμετάλλευσης· οπορτουνισμός: H ηγεσία του κόμματος κατηγορείται για καιροσκοπισμό.
[λόγ. καιροσκόπ(ος) -ισμός μτφρδ. γαλλ. opportunisme]
- καιροσκόπος ο [keroskópos] Ο18 θηλ. καιροσκόπος [keroskópos] Ο35 : αυτός που καιροσκοπεί, που εκμεταλλεύεται τις περιστάσεις για προσωπικά οφέλη. || (ειδικότ., πολ.) οπορτουνιστής.
[λόγ. < ελνστ. καιροσκόπος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- καιροσκοπώ [keroskopó] Ρ10.9α : περιμένω να παρουσιαστεί η κατάλληλη ευκαιρία για να την εκμεταλλευτώ με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, χωρίς να περιορίζομαι από ηθικούς ή άλλους φραγμούς. || (ειδικότ., πολ.) ενεργώ ανάλογα με τις περιστάσεις, έστω και αν αυτό συνεπάγεται παράβαση των ιδεολογικών και πολιτικών μου αρχών.
[λόγ. < ελνστ. καιροσκοπῶ]
- καλειδοσκοπικός -ή -ό [kaliδoskopikós] Ε1 : που έχει σχέση με το καλειδοσκόπιο.
[λόγ. καλειδοσκόπ(ιον) -ικός]
- καλειδοσκόπιο το [kaliδoskópio] Ο42 : μικρός σωλήνας με σκούρα τοιχώματα, στο εσωτερικό του οποίου υπάρχουν δύο μικρά κάτοπτρα, γωνιακά τοποθετημένα, επάνω στα οποία ανακλώνται μικρά πολύχρωμα κομμάτια γυαλιού, που, καθώς μετακινούνται με κάθε περιστροφή του σωλήνα, σχηματίζουν συμμετρικά σχήματα. || (μτφ.): Πολιτικό / μουσικό ~, ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό πρόγραμμα με ποικιλία θεμάτων. (έκφρ.) το ~ της ζωής, για να δηλώσουμε την ποικιλία και την εναλλαγή των γεγονότων στη ζωή μας.
[λόγ. < αγγλ. caleidoscope < αρχ. καλ(ός) `όμορφος΄ + εrδο(ς) `μορφή΄ (ή ελνστ. καλοειδ(ής) `με ωραία μορφή΄ -ο-) + -scope = -σκόπιο]
- κατασκοπεία η [kataskopía] Ο25 : 1. το σύνολο των δραστηριοτήτων των μυστικών υπηρεσιών για τη συλλογή πληροφοριών, που αναφέρονται στη στρατιωτική οργάνωση και στις κινήσεις του εχθρού ή στα κρατικά μυστικά μιας αντίπαλης χώρας: Εξαρθρώθηκε δίκτυο κατασκοπείας. Ξένοι υπήκοοι απελάθηκαν, γιατί έκαναν / διενεργούσαν ~ εις βάρος της χώρας μας. Kρατική υπηρεσία κατασκοπείας και αντικατασκοπείας. Bιομηχανική ~, για να γίνουν γνωστά τα κατασκευαστικά μυστικά ανταγωνίστριας βιομηχανίας. Tαινίες / μυθιστορήματα κατασκοπείας, που έχουν ως θέμα περιπέτειες κατασκοπείας. || ειδική υπηρεσία που διενεργεί κατασκοπεία: H αγγλική ~ είχε πολλές επιτυχίες στη διάρκεια του β' παγκόσμιου πολέμου. 2. κρυφή παρακολούθηση των κινήσεων και των ενεργειών κάποιου προσώπου.
[λόγ. κατασκοπ(εύω) -εία]
- κατασκόπευση η [kataskópefsi] Ο33 : η ενέργεια του κατασκοπεύω, η διενέργεια κατασκοπείας: H ~ των κινήσεων του εχθρικού στρατού.
[λόγ. < μσν. κατασκόπευσις < κατασκοπεύ(ω) -σις > -ση]
- κατασκοπευτικός -ή -ό [kataskopeftikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με την κατασκοπεία ή με τον κατάσκοπο: Πράκτορας με μεγάλη κατασκοπευτική δράση. Kατασκοπευτικό δίκτυο, κατασκόπων ή κατασκοπείας. 2. που χρησιμοποιείται για κατασκοπεία, για μυστικές παρατηρήσεις: ~ δορυφόρος.
κατασκοπευτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. κατασκοπεύ(ω) -τικός]



