Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 164 εγγραφές [111 - 120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οφθαλμοσκόπιο το [ofθalmoskópio] Ο40 : (ιατρ.) όργανο που χρησιμοποιείται για την εξέταση του εσωτερικού του οφθαλμού.
[λόγ. < γαλλ. opht(h)almoscope < ophthalmo- = οφθαλμο- + -scope = -σκόπιον]
- περισκόπιο το [periskópio] Ο40 : οπτικό όργανο με το οποίο μπορεί κανείς να βλέπει γύρω γύρω στον ορίζοντα, ενώ βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο ή σε περίκλειστο χώρο: Tο ~ ενός υποβρυχίου.
[λόγ. < γαλλ. périscope < αρχ. περισκοπ(ῶ) -ιον]
- περισκοπώ [periskopó] Ρ10.9α : (λόγ.) παρατηρώ, εξετάζω γύρω γύρω: ~ τον ορίζοντα.
[λόγ. < αρχ. περισκοπῶ]
- προσκοπικός -ή -ό [proskopikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον πρόσκοπο ή με τον προσκοπισμό: Προσκοπική στολή. Προσκοπικά εμβλήματα / τραγούδια. Tο προσκοπικό ιδεώδες.
προσκοπικά ΕΠIΡΡ: Xαιρέτησε ~. [λόγ. πρόσκοπ(ος) -ικός]
- προσκοπισμός ο [proskopizmós] Ο17 : διεθνής οργάνωση νέων, με στρατιωτική δομή και με παιδευτικούς σκοπούς, όπως είναι η καλλιέργεια της φιλαλληλίας, της φιλοπατρίας, του φίλαθλου πνεύματος και της αγάπης για τη ζωή στο ύπαιθρο. || το σύνολο των αρχών και ιδεών που καλλιεργούνται στα μέλη της παραπάνω οργάνωσης.
[λόγ. πρόσκοπ(ος) -ισμός]
- πρόσκοπος ο [próskopos] Ο19 θηλ. (προφ.) προσκοπίνα [proskopína] Ο26 στη σημ. 1 : 1. νέος που είναι μέλος του προσκοπισμού: Tα λυκόπουλα είναι το παιδικό και οι οδηγοί το γυναικείο τμήμα των προσκόπων. Εφορεία / σύστημα προσκόπων. Σώμα Ελλήνων Προσκόπων (ΣΕΠ). Συνάντηση παλιών προσκόπων. (έκφρ.) σαν ~, για κπ. που ακολουθεί με απόλυτη πειθαρχία ένα πρόγραμμα στην καθημερινή ζωή του. 2. (παρωχ.) ανιχνευτής.
προσκοπάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. (έκφρ.) σαν ~, για παιδί που είναι απόλυτα πειθαρχημένο. [λόγ. < αρχ. πρόσκοπος `στρατιώτης της προφυλακής΄ σημδ. αγγλ. scout, boy scout· πρόσκοπ(ος) -ίνα]
- προσκόπτω [proskópto] Ρ αόρ. προσέκοψα, απαρέμφ. προσκόψει : (λόγ.) συναντώ ένα πρόσκομμα, προσκρούω σε κτ.: H ολοκλήρωση του έργου προσκόπτει στην άρνηση του υπουργείου να συνεχίσει τη χρηματοδότηση.
[λόγ. < αρχ. προσκόπτω]
- ραβδοσκοπία η [ravδoskopía] Ο25 : παλιά εμπειρική μέθοδος για την ανίχνευση υπόγειου κοιτάσματος νερού ή μεταλλεύματος, με τη βοήθεια ειδικής ράβδου ή εκκρεμούς.
[λόγ. ραβδοσκόπ(ος) -ία]
- ραβδοσκοπικός -ή -ό [ravδoskopikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη ραβδοσκοπία, που αναφέρεται σ΄ αυτήν.
[λόγ. ραβδοσκοπ(ία) -ικός]
- ραβδοσκόπος ο [ravδoskópos] Ο18 : αυτός που, με τη βοήθεια ειδικής ράβδου ή εκκρεμούς, ανιχνεύει υπόγειο κοίτασμα νερού ή μεταλλεύματος.
[λόγ. ράβδ(ος) -ο- + -σκόπος]



