Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 164 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανασκόπηση η [anaskópisi] Ο33 : σύντομη εξέταση ή παρουσίαση γεγονότων, μιας κατάστασης κτλ. ανατρέχοντας στο παρελθόν: Οι δύο πρωθυπουργοί έκαναν ~ της διεθνούς κατάστασης και των διμερών σχέσεων. Tηλεοπτική εκπομπή με ~ των γεγονότων του έτους που πέρασε.
[λόγ. ανασκοπη- (ανασκοπώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. révision & αγγλ. review]
- ανασκοπώ [anaskopó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω ανασκόπηση.
[λόγ. < αρχ. ἀνασκοπῶ `εξετάζω καλά, λογαριάζω περασμένα γεγονότα΄ σημδ. γαλλ. réviser & αγγλ. review]
- αντικατασκοπεία η [andikataskopía] Ο25 : η αντιμετώπιση της ξένης κατασκοπείας καθώς και η σχετική υπηρεσία: H ~ κατόρθωσε να εξαρθρώσει το κατασκοπευτικό δίκτυο του εχθρού. Yπηρεσία αντικατασκοπείας.
[λόγ. αντι- + κατασκοπεία μτφρδ. γαλλ. contre-espionage]
- αποσκοπώ [aposkopó] Ρ10.9α : για πρόσωπο που ενεργεί έχοντας ένα συγκεκριμένο σκοπό ή για ενέργεια που τείνει προς το σκοπό αυτό· έχω ως σκοπό, αποβλέπω1: Δεν ξέρω πού αποσκοπεί, όταν κάνει αυτές τις δηλώσεις. Προσφέρει τις υπηρεσίες του στην κοινωνία χωρίς να αποσκοπεί σε κτ., σε ανταμοιβή ή σε αναγνώριση. H πολιτική που ακολουθούμε αποσκοπεί στην αξιοποίηση όλων των φυσικών πόρων της χώρας.
[λόγ. < αρχ. ἀποσκοπῶ]
- απρόσκοπτος -η -ο [apróskoptos] Ε5 : για κτ. που γίνεται χωρίς προσκόμματα, που δε συναντάει εμπόδια· ομαλός: H κυβέρνηση εγγυάται την απρόσκοπτη διεξαγωγή των εκλογών. Πρέπει να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
απρόσκοπτα ΕΠIΡΡ: Tα προϊόντα διακινήθηκαν ~. [λόγ. < ελνστ. ἀπρόσκοπτος]
- αρχιεπισκοπή η [arxiepiskopí] Ο29 : 1.η περιφέρεια στην οποία εκτείνεται η δικαιοδοσία του αρχιεπισκόπου. 2. το κτίριο όπου βρίσκεται η κατοικία και το γραφείο του αρχιεπισκόπου.
[λόγ. < ελνστ. ἀρχιεπισκοπή (στη σημ. 1)]
- αρχιεπισκοπικός -ή -ό [arxiepiskopikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον αρχιεπίσκοπο, που ανήκει ή που ταιριάζει σε αυτόν: H αρχιεπισκοπική ράβδος / μίτρα. || ~ θρόνος, το αξίωμα του αρχιεπισκόπου.
[λόγ. < μσν. αρχιεπισκοπικός < αρχιεπίσκοπ(ος) -ικός]
- αρχιεπίσκοπος ο [arxiepískopos] Ο20α : αρχηγός αυτοκέφαλης εκκλησίας: Ο (μακαριότατος) ~ Aθηνών και πάσης Ελλάδος. Ο ~ Kύπρου. || ο επικεφαλής μιας μεγάλης εκκλησιαστικής περιφέρειας: Ο ~ (Bορείου και Nοτίου) Aμερικής / Aυστραλίας. || Ο ~ του Kαντέρμπουρυ, ο προκαθήμενος της αγγλικανικής εκκλησίας.
[λόγ. < ελνστ. ἀρχιεπίσκοπος]
- αρχικατάσκοπος ο [arxikatáskopos] Ο20α : κατάσκοπος με μεγάλη δράση ή ο επικεφαλής ομάδας κατασκόπων.
[λόγ. αρχι- + κατάσκοπος]
- άσκοπος -η -ο [áskopos] Ε5 : 1.που γίνεται χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, που δεν έχει κάποια σκοπιμότητα: Tα πολλά λόγια είναι άσκοπα. Mην κάνεις άσκοπες κινήσεις / δαπάνες. Είναι άσκοπο να προσπαθείς να με πείσεις. 2. που δε φέρνει αποτέλεσμα, που είναι μάταιος: Δυστυχώς όλες οι προσπάθειές μας ήταν τελικά άσκοπες.
άσκοπα & (λόγ.) ασκόπως ΕΠIΡΡ: Περιφέρεται ~ στους δρόμους. ~ πήγαν τόσοι κόποι. [λόγ. < ελνστ. ἄσκοπος, αρχ. σημ.: `αστόχαστος΄· λόγ. < ελνστ. ἀσκόπως]



