Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 42 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επισκέπτης ο [episképtis] Ο10 θηλ. επισκέπτρια [episképtria] Ο27 : αυτός που επισκέπτεται κπ. ή κτ.: Yποδέχεται τους επισκέπτες στην είσοδο του σπιτιού του. Aπρόσκλητος / ανεπιθύμητος ~. Επίσημος / υψηλός ~. Οι επισκέπτες μιας έκθεσης / ενός μουσείου / ενός αρχαιολογικού χώρου. || (ως επίθ.): ~ καθηγητής, για καθηγητή ανώτατης σχολής που ύστερα από πρόσκληση διδάσκει επί ορισμένο χρονικό διάστημα σε άλλο πανεπιστήμιο. || Iατρικός ~, για πλασιέ φαρμακευτικών ειδών. || (θηλ.) νοσοκόμα που νοσηλεύει ασθενείς πηγαίνοντας στο σπίτι τους: Σχολή επισκεπτριών.
[λόγ. < αρχ. ἐπισκέπτης `εξεταστής΄ σημδ. γαλλ. visiteur· λόγ. επισκέπ(της) -τρια]
- επισκέπτομαι [episképtome] Ρ4β : κάνω επίσκεψη. α. πηγαίνω σε άλλον τόπο ιδίως με σκοπό τη γνώση ή την αναψυχή: ~ μια χώρα / μια πόλη / μια έκθεση / ένα βιβλιοπωλείο. Yπάρχουν Aθηναίοι που δεν έχουν επισκεφθεί την Aκρόπολη. β. (συνήθ. για κπ. ιεραρχικά ανώτερο) πηγαίνω στο χώρο λειτουργίας ορισμένης υπηρεσίας κτλ.: Ο υπουργός άμυνας θα επισκεφθεί στρατιωτικές μονάδες. γ. κάνω επίσκεψη σε κπ., πηγαίνω στο χώρο που αυτός βρίσκεται, ιδίως κατοικεί ή εργάζεται: Σε επισκέφτηκα χτες αλλά δε σε βρήκα. Εμπορικός αντιπρόσωπος που επισκέπτεται τους πελάτες του. Επισκέπτεται φυλακισμένους / γηροκομεία. Ο ξένος επίσημος επισκέφθηκε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. || (ειρ., για κπ. ή για κτ. ανεπιθύμητο): Mας επισκέφτηκε ένας κλέφτης / ο δοσατζής / η γρίπη.
[λόγ. < αρχ. ἐπισκέπτομαι `παρατηρώ, επιθεωρώ΄ κατά την αλλ. της σημ. του επισκέπτης]
- θαμνοσκεπής -ής -ές [θamnoskepís] Ε10 : (λόγ.) (για τόπο) που είναι γεμάτος από θάμνους· θαμνώδης.
[λόγ. θάμν(ος) -ο- + -σκεπής]
- θολοσκέπαστος -η -ο [θolosképastos] Ε5 : που έχει θολωτή στέγη· θολοσκεπής.
[λόγ. θόλ(ος) -ο- + σκεπασ- (σκεπάζω) -τος]
- θολοσκεπής -ής -ές [θoloskepís] Ε10 : που έχει θολωτή στέγη· θολοσκέπαστος.
[λόγ. θόλ(ος) -ο- + -σκεπής]
- κεραμοσκεπή η [keramoskepí] Ο29 : σκεπή από κεραμίδια.
[λόγ. κεραμο- + σκεπή]
- κεραμοσκεπής -ής -ές [keramoskepís] Ε10 : για οικοδόμημα του οποίου η στέγη καλύπτεται από κεραμίδια: ~ ναός. ~ βασιλική. || ~ στέγη.
[λόγ. κεραμο- + -σκεπής]
- κλινοσκέπασμα το [klinosképazma] Ο49 : (λόγ.) χοντρό μάλλινο ή βαμβακερό σκέπασμα που χρησιμοποιείται στο κρεβάτι.
[λόγ. κλινο- 1 + σκέπασμα μτφρδ. γερμ. Bettdecke]
- νεφοσκεπής -ής -ές [nefoskepís] Ε10 : (λόγ.) συννεφιασμένος.
[λόγ. νέ φ(ος) -ο- + -σκεπής μτφρδ. γερμ. wolkenbedeckt]
- ξεσκεπάζω [kseskepázo] -ομαι Ρ2.1 : ANT σκεπάζω. 1. αφαιρώ από κτ. το καπάκι, το κάλυμμα, το σκέπασμα: ~ την κατσαρόλα / το φρεάτιο. Ξεσκεπάσανε το σπίτι, βγάλανε τη σκεπή. || αφαιρώ από κπ. τα σκεπάσμα τα: Ξεσκεπάστηκε τη νύχτα και κρύωσε. Ξεσκέπασε το μωρό· κάνει πολ λή ζέστη. 2. (μτφ., οικ.) φανερώνω, αποκαλύπτω κτ., συνήθ. άδικο ή παράνομο, το οποίο σκόπιμα έμεινε κρυφό: Οι έρευνες ξεσκέπασαν τα οικο νομικά σκάνδαλα. H συνωμοσία ξεσκεπάστηκε εγκαίρως. || ~ κπ., κάνω φανερές τις ατασθαλίες, τις κρυφές προθέσεις, αποκαλύπτω τον πραγματικό (κακό) χαρακτήρα κάποιου.
[μσν. ξεσκεπάζω < ξε- σκεπάζω]



