Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάνσεπτος -η / -ος -ο [pánseptos] Ε17 : (λόγ.) που είναι σεπτός, ιερός· ιερότατος: H πάνσεπτη εικόνα της Παναγίας.
[λόγ. < ελνστ. πάνσεπτος]
- Σεπτέμβρης ο [septémvris] Ο11 : (προφ.) Σεπτέμβριος.
[λόγ. επίδρ. στο λαϊκό Σεπτέβρης < ελνστ. Σεπτέμβριος (δες λ.) με αποβ. του [m] πριν από [v] και αποφυγή της χασμ.]
- σεπτεμβριανός -ή -ό [septemvrianós] Ε1 : που ανήκει στο Σεπτέμβριο, που συμβαίνει ή εμφανίζεται το Σεπτέμβριο· σεπτεμβριάτικος.
[λόγ. Σεπτέμβρι(ος) -ανός]
- σεπτεμβριάτικος -η -ο [septemvriátikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο Σεπτέμβρη· σεπτεμβριανός.
[Σεπτέμβρ(ης) -ιάτικος]
- Σεπτέμβριος ο [septémvrios] Ο19 : ο ένατος μήνας του έτους.
[λόγ. < ελνστ. Σεπτέμβριος < λατ. Septembr- (September) -ιος]
- σεπτός -ή -ό [septós] Ε1 : που λόγω της ιερότητάς του εμπνέει ευλαβικό σεβασμό: Tο σεπτό σκήνωμα του αγίου. H σεπτή εικόνα της Παναγίας.
[λόγ. < αρχ. σεπτός]