Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %σεμν%
8 εγγραφές [1 - 8]
άσεμνος -η -ο [ásemnos] Ε5 : 1.για κπ. του οποίου η συμπεριφορά ή η εξωτερική εμφάνιση έρχεται σε αντίθεση με ό,τι θεωρείται σεμνό και ευπρεπές, κυρίως στο σεξουαλικό τομέα και συνήθ. για γυναίκα. 2. για κτ. που θεωρείται ότι προσβάλλει το δημόσιο αίσθημα της αιδούς και κυρίως για κτ. που προκαλεί σεξουαλικά: Άσεμνα αστεία. Άσεμνες φωτογραφίες / πράξεις / χειρονομίες. || (ως ουσ.) το άσεμνο: Ο νόμος περί ασέμνων, για δημοσιεύματα σε έντυπα και για θεάματα. άσεμνα ΕΠIΡΡ: Nτύνεται ~.

[λόγ. < αρχ. ἄσεμνος `αναξιοπρεπής, ταπεινός΄ σημδ. γαλλ. indécent]

σεμνοπρέπεια η [semnoprépia] Ο27 : η ιδιότητα του σεμνοπρεπούς.

[λόγ. < ελνστ. σεμνοπρέπεια]

σεμνοπρεπής -ής -ές [semnoprepís] Ε10 : ο σεμνός, σε ύφος μάλλον επιτηδευμένο. σεμνοπρεπώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. σεμνοπρεπής `με επίσημο ύφος΄, σεμνοπρεπῶς]

σεμνός -ή -ό [semnós] Ε1 : 1. του οποίου η συμπεριφορά χαρακτηρίζεται από σεβασμό των συμβάσεων του κοινωνικού περίγυρου και εκδηλώνεται με συστολή και διακριτικότητα: Σεμνή κοπέλα. Σεμνό ντύσιμο. 2. που δε θέλει να προβάλλει τον εαυτό του, που δεν επαίρεται, δεν κομπάζει για τις επιτυχίες ή τις ικανότητές του: ~ επιστήμονας. ~ ομιλητής. σεμνά ΕΠIΡΡ: Φέρεται / ντύνεται ~. Έζησε ~ όλη του τη ζωή.

[λόγ. < αρχ. σεμνός `σεβαστός, μεγαλόπρεπος΄ κατά τη σημ. της λ. σεμνότητα]

σεμνότητα η [semnótita] Ο28 : η ιδιότητα του σεμνού: Tον διακρίνει η ~.

[λόγ. < αρχ. σεμνότης, αιτ. -ητα `μεγαλοπρέπεια΄, (για κορίτσι): `ντροπαλότητα΄]

σεμνοτυφία η [semnotifía] Ο25 : η ιδιότητα του σεμνότυφου.

[λόγ. < ελνστ. σεμνοτυφία]

σεμνότυφος -η -ο [semnótifos] Ε5 : για κπ. του οποίου η υπερβολικά σεμνή συμπεριφορά ξεπερνά σε αυστηρότητα το κοινωνικά παραδεκτό και καταντά υποκρισία. σεμνότυφα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. σεμνοτυφ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)]

σεμνύνομαι [semnínome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) αισθάνομαι υπερήφανος και καμαρώνω για κτ., για το οποίο αξίζει να παινεύεται και να καμαρώνει κανείς: H πατρίδα σεμνύνεται για τα άξια τέκνα της.

[λόγ. < αρχ. σεμνύνω (σεμνύνομαι `είμαι μεγαλόπρεπος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες