Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
29 εγγραφές [21 - 29] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σεβασμός ο [sevazmós] Ο17 : 1. συναίσθημα βαθιάς εκτίμησης και θαυμασμού για κπ. του οποίου αναγνωρίζουμε την ιδιαίτερη αξία και ανωτερότητα και που συνοδεύεται από μία συμπεριφορά που αρμόζει στην προσωπικότητα, στην ηλικία, στην κοινωνική του θέση κτλ.: Aισθάνομαι / νιώθω / εμπνέω σεβασμό. Έλλειψη σεβασμού. Mιλώ με σεβασμό στους δασκάλους / στους γονείς / στους ηλικιωμένους. Tρέφω βαθύ σεβασμό προς τον
Παρ΄ όλο το σεβασμό που σας έχω. 2. συναίσθημα ευλάβειας προς το Θεό, τους αγίους ή προς οτιδήποτε θεωρούμε ιερό: Γονάτισε με σεβασμό μπροστά στην εικόνα. Ο ~ προς τους νεκρούς. 3. η εκτίμηση, η υπόληψη που τρέφω για κτ. (θεσμούς, αρχές, πνευματικές αξίες κτλ.) το οποίο θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό, καθώς και η στάση μου απέναντί του, η οποία χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια να μην το θίξω, να μην το αλλοιώσω ή να μην το παραβώ με κανέναν τρόπο: Ο ~ προς την αλήθεια / προς τους νόμους. Ο ~ στις δημοκρατικές ελευθερίες. Στη συζήτηση πρυτάνευσε ένα πνεύμα απόλυτου σεβασμού για τον άνθρωπο. Bασικός στόχος είναι ο ~ των παραδοσιακών αξιών της ελληνικής κοινωνίας.
[λόγ. < ελνστ. σεβασμός]
- σεβαστός -ή -ό [sevastós] Ε1 : 1. που είναι άξιος σεβασμού, ως προσφώνηση ή ως αναφορά σε κπ. αρκετά μεγαλύτερης ηλικίας, με τον οποίο υπάρχει σύνδεσμος συγγενικός ή προς τον οποίο τρέφουμε βαθιά εκτίμηση: Σεβαστέ μου παππού! Ο ~ μας δάσκαλος. 2. για πολύ μεγάλο αριθμό ή για σημαντική ποσότητα ενός πράγματος: Tην εκδήλωση παρακολούθησε ~ αριθμός θεατών. Mου ζήτησε ένα σεβαστό ποσό.
[λόγ. < ελνστ. σεβαστός]
- σεβιότ το [sevjót] Ο (άκλ.) : είδος μάλλινου υφάσματος σκοτσέζικης προέλευσης.
[λόγ. < γαλλ. cheviotte < αγγλ. cheviot (τοπων. Cheviot hills)]
- σεβνταλής ο [sevdalís] Ο8 θηλ. σεβνταλού [sevdalú] Ο37 : (λαϊκ.) ο ερωτοχτυπημένος ή ο ερωτιάρης.
[τουρκ. sevdalι -ς· σεβνταλ(ής) -ού]
- σεβντάς ο [sevdás] Ο1 : (λαϊκ.) ο ερωτικός καημός.
[τουρκ. sevda -ς]
- σέβομαι [sévome] Ρ αόρ. σεβάστηκα, απαρέμφ. σεβαστεί : 1. αισθάνομαι σεβασμό για κπ., με συνέπεια να κρατώ απέναντί του τη στάση και την απόσταση που αρμόζει στην προσωπικότητα, στην ηλικία, στην κοινωνική του θέση κτλ.: ~ τους γονείς / τους μεγαλυτέρους. Tον σέβονται όλοι στο χωριό. || ~ τον εαυτό μου, με τη συμπεριφορά μου δεν επιτρέπω στους άλλους να με θίξουν, να με μειώσουν· προστατεύω τον εαυτό μου από εξευτελισμούς και ταπεινώσεις: Για να σε σέβονται οι άλλοι, πρέπει πρώτα εσύ να σέβεσαι τον εαυτό σου. Ένας υπάλληλος / ένας μαθητής / ένας επαγγελματίας που σέβεται τον εαυτό του προσπαθεί να είναι συνεπής με τις υποχρεώσεις του. || (Δεν) τη σεβάστηκε, για άνδρα ο οποίος (δεν) εκμεταλλεύτηκε τη θέση του για να προχωρήσει σε σεξουαλικές σχέσεις μαζί της. 2α. για κτ. το οποίο θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό και γι΄ αυτό προσπαθώ να μην το θίξω, να μην το αλλοιώσω ή να μην το παραβώ με κανέναν τρόπο: ~ τους νόμους / τα ήθη και τα έθιμα. ~ τους κανόνες του παιχνιδιού. Διδάχτηκε από μικρός να σέβεται τις ώρες της κοινής ησυχίας. Δε σεβάστηκε την τελευταία επιθυμία του πατέρα του. || ~ τον πόνο σας, αναγνωρίζω την κατάστασή σας και τη λαμβάνω υπόψη μου. β. αποφεύγω να προσβάλω το κοινό αίσθημα της καλαισθησίας, της ηθικής, του δικαίου κτλ.: Πρέπει να σεβαστούμε τον αναγνώστη / τον τηλεθεατή.
[λόγ. < αρχ. σέβομαι]
- σεβρό το [sevró] Ο (άκλ.) : είδος λεπτού και μαλακού δέρματος.
[λόγ. < γαλλ. chevreau (αρχική σημ.: `κατσικάκι΄)]
- σέβω [sévo] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (νομ.) σέβομαι.
[λόγ. < αρχ. σέβω]
- τσεβρές ο [tsevrés] Ο13 : 1. εργόχειρο σε λεπτό υφαντό ύφασμα, που το κεντούν με μεταξωτή και με χρυσή κλωστή: Ένας ωραίος ~ στόλιζε το τραπέζι. 2. κεντητό μαντίλι που το φορούσαν στο κεφάλι οι γυναίκες.
[τουρκ. çevre -ς (αρχική σημ.: `περιφέρεια΄)]