Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 29 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θεοσέβεια η [θeosévia] Ο27 : ΣYN ευσέβεια. 1. η εκδήλωση σεβασμού προς το Θεό. 2. η ιδιότητα του θεοσεβούς.
[λόγ. < αρχ. θεοσέβεια]
- θεοσεβής -ής -ές [θeosevís] Ε10 : που σέβεται το Θεό και ενεργεί σύμφωνα με τις εντολές του· ευσεβής.
[λόγ. < αρχ. θεοσεβής]
- μενσεβίκος ο [mensevíkos] Ο18 : μέλος της δεξιάς πτέρυγας του ρωσικού παλαιού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος· (πρβ. μπολσεβίκος).
[λόγ. < ρωσ. men΄shevik -ος `μέλος της μειοψηφίας΄ ή μέσω του γαλλ. menchevik]
- μπολσεβικισμός ο [bolsevikizmós] Ο17 : η πολιτική θεωρία της αριστερής πτέρυγας του ρωσικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στις αρχές του εικοστού αιώνα. || (παρωχ.) ο ρωσικός κομμουνισμός.
[λόγ. μπολσεβίκ(ος) -ισμός]
- μπολσεβίκος ο [bolsevíkos] Ο18 : μέλος της αριστερής πτέρυγας του ρωσικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στις αρχές του εικοστού αιώνα: Tο κόμμα των μπολσεβίκων με επικεφαλής το Λένιν. || (παρωχ.) οπαδός του κομμουνισμού.
[λόγ. < ρωσ. bol΄shevik -ος `μέλος της πλειοψηφίας΄ ή μέσω του γαλλ. bolchevique]
- σέβας το [sévas] Ο πληθ. σέβη (χωρίς γεν.) : (λόγ.) ο σεβασμός: Δεν έχει ~ στους γονείς του. Xρειάζεται και λίγο ~! || (πληθ.) στην έκφραση τα σέβη μου!, ως ιδιαίτερα τιμητικός χαιρετισμός.
[λόγ. < αρχ. σέβας (πληθ.: σημδ. γαλλ. respects)]
- σέβασμα το [sévazma] Ο49 : (προφ.) μόνο στην έκφραση τα σεβάσματά μου (στον / στην
), τα σέβη μου.
[λόγ. < ελνστ. σέβασμα]
- σεβάσμιος -α -ο [sevázmios] Ε6 : για άνθρωπο που εμπνέει το σεβασμό, λόγω της πολύ προχωρημένης ηλικίας του: ~ γέροντας. Ήταν μια σεβάσμια μορφή.
[λόγ. < ελνστ. σεβάσμιος]
- Σεβασμιότατος ο [sevazmiótatos] Ο20α : προσηγορία επισκόπου.
[λόγ. < ελνστ. σεβασμιώτατος υπερθ. βαθμός του σεβάσμιος, τίτλος των Ρωμαίων αυτοκρατόρων (ορθογρ. κατά το επίθημα -ότατος)]
- σεβασμιότητα η [sevazmiótita] Ο28 : η ιδιότητα του σεβάσμιου. || η Σεβασμιότητά Σας, προσφώνηση σε επίσκοπο.
[λόγ. < ελνστ. σεβασμιότης, αιτ. -ητα]



