Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
29 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλληλοσεβασμός ο [alilosevazmós] Ο17 : αμοιβαίος σεβασμός και εκτίμηση μεταξύ δύο προσώπων.
[λόγ. αλληλο- + σεβασμός]
- αξιοσέβαστος -η -ο [aksiosévastos] Ε5 : για άνθρωπο που, λόγω της προχωρημένης του ηλικίας, εμπνέει το σεβασμό: Aξιοσέβαστη κυρία.
αξιοσέβαστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < μσν. αξιοσέβαστος < αξιο- + σεβασ- (σέβομαι) -τος]
- ασέβεια η [asévia] Ο27 : 1.η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του ασεβούς, η περιφρόνηση προς ό,τι θεωρείται ιερό ή σεβαστό: Ο Θεός τιμώρησε τους ανθρώπους για την ασέβειά τους. ANT ευσέβεια. Έδειξε ~ στους γονείς του. Tιμωρήθηκε για ~ προς το δικαστήριο. 2. λόγος ή πράξη ασεβής: Aυτό που είπες / που έκανες ήταν μεγάλη ~.
[λόγ. < αρχ. ἀσέβεια]
- ασεβής -ής -ές [asevís] Ε10 : 1.για κπ. που δε σέβεται ό,τι θεωρείται ιερό ή σεβαστό: Είναι ~ (άνθρωπος), δε σέβεται τα θεία. ANT ευσεβής. Mη γίνεσαι ~ προς τους δασκάλους σου. 2. για κτ. που εκδηλώνει ασέβεια: ~ λόγος / πράξη / συμπεριφορά.
(λόγ.) ασεβώς ΕΠIΡΡ: Συμπεριφέρθηκε ~, με ασέβεια. [λόγ. < αρχ. ἀσεβής, ελνστ. ἀσεβῶς]
- ασεβώ [asevó] Ρ10.9α : συμπεριφέρομαι με ασέβεια, δε δείχνω σε κπ. ή σε κτ. τον απαιτούμενο σεβασμό.
[λόγ. < αρχ. ἀσεβῶ]
- αυτοσεβασμός ο [aftosevazmós] Ο17 : το συναίσθημα σεβασμού και εκτίμησης προς τον εαυτό μας, που μας αποτρέπει από πράξεις και εκδηλώσεις που μειώνουν την ηθική αξία, την αξιοπρέπειά μας: Έλλειψη αυτοσεβασμού.
[λόγ. αυτο- + σεβασμός μτφρδ. αγγλ. self-respect]
- ευσεβάστως [efsevástos] επίρρ. τροπ. : (λόγ.) με πολύ σεβασμό.
[λόγ. ευσέβαστ(ος) `άξιος σεβασμού΄ (< ευ- σεβαστός κατά το αξιοσέβαστος) -ως μτφρδ. γαλλ. respectueusement]
- ευσέβεια η [efsévia] Ο27 : η ιδιότητα του ευσεβούς, ο σεβασμός προς το θείο. ANT ασέβεια: Είναι γνωστή η ~ του ελληνικού λαού. Οι όσιοι τιμήθηκαν από την εκκλησία για την ευσέβειά τους.
[λόγ. < αρχ. εὐσέβεια]
- ευσεβής -ής -ές [efsevís] Ε10 : α.που τον κατέχουν συναισθήματα πίστης, υποταγής και αγάπης για το Θεό. ANT ασεβής: ~ άνθρωπος / χριστιανός / λαός. ~ προσκυνητής, ευλαβής. β. που ταιριάζει στον ευσεβή άνθρωπο: ~ ζωή. (έκφρ.) ευσεβείς πόθοι, ανομολόγητες και απραγματοποίητες επιθυμίες, και ειρωνικά, όταν αναφερόμαστε σε σχέδια, συνήθ. αντιπάλων μας, τα οποία δεν επιθυμούμε να πραγματοποιηθούν: H κάθοδος στο Aιγαίο ήταν πάντοτε ευσεβείς πόθοι των γειτόνων μας.
(λόγ.) ευσεβώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. εὐσεβής, εὐσεβῶς]
- ευσεβισμός ο [efsevizmós] Ο17 : θρησκευτικό κίνημα των διαμαρτυρομένων, που δίδασκε ότι ο ευσεβής βίος και η φιλανθρωπία είναι ανώτερα από τη δογματική πίστη.
[λόγ. ευσεβ(ής) -ισμός μτφρδ. γερμ. Ρietismus]