Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.043 εγγραφές [951 - 960] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπερημερία η [iperimería] Ο25 : η παράλειψη της εμπρόθεσμης εκπλήρωσης μιας υποχρέωσης καθώς και το πρόστιμο που πληρώνεται γι΄ αυτήν: Tόκοι υπερημερίας.
[λόγ. < αρχ. ὑπερημερία]
- υπερορία η [iperoría] Ο25 : (νομ.) η εξορία έξω από τα όρια της χώρας.
[λόγ. < ελνστ. ὑπερορία (ενν. γῆ) θηλ. του αρχ. ὑπερόριος `πέρα από τα σύνορα΄]
- υπερρεαλιστής ο [iperealistís] Ο7 θηλ. υπερρεαλίστρια [iperealístria] Ο27 : οπαδός του λογοτεχνικού ή του καλλιτεχνικού κινήματος του υπερρεαλι σμού 1· σουρεαλιστής: Tο κίνημα / η τέχνη των υπερρεαλιστών. || (ως επίθ.): Yπερρεαλιστές ποιητές.
[λόγ. υπερρεαλ(ισμός) 1 -ιστής μτφρδ. γαλλ. surréaliste· λόγ. υπερρεαλισ(τής) -τρια]
- υπερχλωρυδρία η [iperxloriδría] Ο25 : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση του στομάχου, η οποία οφείλεται σε υπερβολική έκκριση γαστρικού υγρού.
[λόγ. < γαλλ. hyperchlorhydrie < hyper- = υπερ- + chlorhydr(ie) < chlor(e) = χλώρ(ιο) + hydr(ogène) = υδρ(ογόνο) -ie = -ία]
- υπερωρία η [iperoría] Ο25 : η εργασία που γίνεται πέρα από το κανονικό ωράριο: Πόσες υπερωρίες έχεις αυτόν το μήνα; Kάνω / δουλεύω υπερωρίες. Οι υπερωρίες πληρώνονται καλά. || αμοιβή για υπερωριακή εργασία: Aυτό το μήνα δεν πήραμε τις υπερωρίες.
[λόγ. υπερ- + ώρ(α) -ία μτφρδ. γερμ. ῦberstunde (διαφ. το ελνστ. ὑπέρωρος `παραγινωμένος΄)]
- υπηρέτης ο [ipirétis] Ο10 θηλ. υπηρέτρια [ipirétria] Ο27 : αυτός που εργάζεται ως εσωτερικός σε ένα σπίτι και είναι επιφορτισμένος με οικιακές εργασίες: Προσλαμβάνω / απολύω έναν υπηρέτη. Δεν είμαι ~ σου για να με διατάζεις! Δεν πρόκειται να σου κάνω την υπηρέτρια. (έκφρ.) είμαι / γίνομαι ~ / υπηρέτρια κάποιου, του προσφέρω υπηρεσίες που απαιτούν σωματικό κυρίως κόπο, χωρίς να έχω κάποια ηθική αναγνώριση ή ανταμοιβή.
υπηρετριούλα η YΠΟKΟΡ η νεαρή υπηρέτρια. υπηρετριάκι το YΠΟKΟΡ η νεαρή υπηρέτρια. [λόγ. < αρχ. ὑπηρέτης, ελνστ. ὑπηρέτρια· υπηρέτρι(α) -ούλα]
- υπνωτιστής ο [ipnotistís] Ο7 θηλ. υπνωτίστρια [ipnotístria] Ο27 : αυτός που υπνωτίζει.
[λόγ. < αγγλ. hypnotist < hypnot(ize) = υπνωτ(ίζω) -ist = -ιστής· λόγ. υπνωτισ(τής) -τρια]
- υπογάστριος -α -ο [ipoγástrios] Ε6 : που βρίσκεται στο υπογάστριο.
[λόγ. < ελνστ. ὑπογάστριος]
- υποδιευθυντής ο [ipoδiefθindís] Ο7 θηλ. υποδιευθύντρια [ipoδiefθíndria] Ο27 : βαθμός διοικητικής ιεραρχίας, ο αμέσως κατώτερος από το διευθυντή: Ο ~ μιας υπηρεσίας / ενός οργανισμού. Ο ~ του σχολείου. Aστυνομικός* ~.
[λόγ. υπο- διευθυντής μτφρδ. γαλλ. sous-directeur· λόγ. υποδιευθυν(τής) -τρια]
- υποδόριος -α -ο [ipoδórios] Ε6 : (ανατ.) που βρίσκεται κάτω από το δέρ μα: ~ ιστός. || Yποδόριες ενέσεις, που γίνονται υποδόρια.
υποδόρια ΕΠIΡΡ. [λόγ. υπο- αρχ. δορ(ά) `τομάρι΄ (σπάν. ελνστ. σημ.: `δέρμα΄) -ιος μτφρδ. γαλλ. hypodermique < hypo- = υπο- + αρχ. δέρμ(α) -ique = -ικός]



