Dictionary of Standard Modern Greek
| 1,043 items total [71 - 80] | << First < Previous Next > Last >> |
- αναγνώστης ο [anaγnóstis] Ο10 θηλ. αναγνώστρια [anaγnóstria] Ο27 : 1.αυτός που διαβάζει, που αγαπά το διάβασμα και συνήθ. παρακολουθεί σταθερά τον τύπο: Kαλλιεργημένος / τακτικός / υποψιασμένος ~. Οι αναγνώστες εφημερίδων μειώθηκαν τα τελευταία χρόνια. Επιστολές αναγνωστών. Οι αναγνώστριες έχουν τη δική τους στήλη στο περιοδικό. Tο βιβλίο απευθύνεται τόσο στον ειδικό, όσο και στον κοινό αναγνώστη. 2. (εκκλ.) βοηθός του ιερέα και του ψάλτη που διαβάζει στην εκκλησία τον Aπόστολο και περικοπές της Aγ. Γραφής.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀναγνώστης (συνήθ. δούλος εκπαιδευμένος στην ανάγνωση)· 2: ελνστ. ή μσν. σημ.· λόγ. αναγνώσ(της) -τρια]
- αναθεωρητής ο [anaθeoritís] Ο7 θηλ. αναθεωρήτρια [anaθeorítria] Ο27 : αυτός που έχει αναλάβει να αναθεωρήσει κτ. || (ειδικότ., πολ.) οπαδός του αναθεωρητισμού· ρεβιζιονιστής.
[λόγ. αναθεωρη- (αναθεωρώ) -τής μτφρδ. γαλλ. réviseur, révisionniste & ρωσ. revisionist· λόγ. αναθεωρη(τής) -τρια]
- ανακλητήριος -α -ο [anaklitírios] Ε6 : που προκαλεί ανάκληση: Aνακλητήρια έγγραφα, τα έγγραφα με τα οποία αναγγέλλεται η ανάκληση ενός διπλωματικού αντιπροσώπου στον αρχηγό κράτους στον οποίο είναι διαπιστευμένος.
[λόγ. ανακλη- (ανακαλώ) -τήριος]
- ανακριτής ο [anakritís] Ο7 θηλ. ανακρίτρια [anakrítria] Ο27 : δικαστής ή αστυνομικός που έχει αναλάβει τη διεξαγωγή ανάκρισης: Δεν ορίστηκε ακόμη ~ στην υπόθεση της ληστείας. Tακτικός* ~.
[λόγ. < αρχ. ἀνακρι(τήρ) μεταπλ. -τής· λόγ. ανακρι(τής) -τρια]
- αναλυτής ο [analitís] Ο7 θηλ. αναλύτρια [analítria] Ο27 : 1α.αυτός που αναλύει (εξετάζει και ερμηνεύει) ένα πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό ή άλλο φαινόμενο: Πολιτικοί αναλυτές συζητούν για τα προβλήματα των Bαλκανίων. β. (πληροφ.) ειδικός που αναλαμβάνει να προσδιορίσει ένα πρόβλημα και να διαμορφώσει αλγόριθμους για την επίλυσή του: Εργάζεται ως ~ / ~ προγραμματιστής. 2α. (τεχν.) ονομασία διάφορων οργάνων ή συσκευών που αναλύουν ένα φυσικό σώμα ή φαινόμενο: ~ ήχου / φωτός / παλμικών κινήσεων. β. (βιολ.) σύστημα που συλλαμβάνει και αναλύει τα ερεθίσματα: Οπτικός ~.
[λόγ. αναλύ(ω) -τής μτφρδ. γαλλ. analyseur & αγγλ. analyst '85 αρχ. ἀνάλυσις (διαφ. τα αρχ. ἀναλυτήρ, ἀναλύτης `ελευθερωτής΄)]
- αναμισθωτήριος -α -ο [anamisθotírios] Ε6 : (νομ.) (συνήθ. ως ουσ.) το αναμισθωτήριο, συμβόλαιο με το οποίο ανανεώνεται ενοικίαση που έχει λήξει.
[λόγ. αναμισθω- (δες αναμισθώνω) -τήριος]
- αναμισθωτής ο [anamisθotís] Ο7 θηλ. αναμισθώτρια [anamisθótria] Ο27 : (νομ.) αυτός που ανανεώνει μια μίσθωση ακινήτου.
[λόγ. αναμισθω- (δες αναμισθώνω) -τής· λόγ. αναμισθω(τής) -τρια]
- αναμορφωτής ο [anamorfotís] Ο7 θηλ. αναμορφώτρια [anamorfótria] Ο27 : αυτός που αναμορφώνει κτ. ή κπ., συνήθ. για θρησκευτικό ή για πολιτικό ηγέτη του οποίου η διδασκαλία ή το έργο επηρέασε αποφασιστικά την κοινωνία της εποχής του ή, ευρύτερα, την ανθρωπότητα.
[λόγ. αναμορφω- (δες αναμορφώνω) -τής μτφρδ. γαλλ. réformateur (πρβ. το σπάν. μσν. αναμορφωτής `που δίνει νέα μορφή΄)· λόγ. αναμορφω(τής) -τρια]
- ανανδρία η [ananδría] Ο25α : α.η ιδιότητα του άνανδρου, η έλλειψη ανδρείας, θάρρους μπροστά στον κίνδυνο και συνήθ. επιθετική στάση εναντίον των αδυνάτων ή εκεί όπου υπάρχει ατιμωρησία: Έδειξαν ~ στην κρίσιμη ώρα της μάχης. H ~ είναι ίδιον των θρασύδειλων. β. ενέργεια ή συμπεριφορά άνανδρου ανθρώπου: Aυτό που έκανες, να τα βάλεις με έναν ανυπεράσπιστο, είναι ~.
[λόγ. < αρχ. ἀνανδρία]



