Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ρια
1.043 εγγραφές [981 - 990]
φατρία η [fatría] Ο25 : άτομα που συγκροτούνται σε ομάδα με βάση στενότερα συμφέροντα, τα οποία προωθούν με κάθε τρόπο (χωρίς ήθος ή και παράνομα) συνήθως σε βάρος ενός ευρύτερου συνόλου· κλίκα: Kομματικές / πολιτικές φατρίες. Mέσα στα υπουργεία / στα κόμματα / στις παρατάξεις υπάρχουν φατρίες που αλληλοσπαράζονται.

[λόγ. < ελνστ. φατρία `αδελφότητα΄ (αρχ. φρατρία) σημδ. αγγλ. clan]

φεμινίστρια η [feminístria] Ο27 αρσ. φεμινιστής [feministís] Ο7 : οπαδός του φεμινισμού ως αντίληψης ή μέλος του αντίστοιχου κινήματος: Συγκέντρωση / διαδήλωση φεμινιστριών. Είναι φανατική ~.

[λόγ. < γαλλ. féministe (-iste = -ιστής, -ίστρια)· λόγ. φεμινίσ(τρια) -τής (αναδρ. σχημ.)]

φετιχιστής ο [fetixistís] Ο7 θηλ. φετιχίστρια [fetixístria] Ο27 : 1. αυτός που πιστεύει στις μαγικές δυνάμεις του φετίχ, που λατρεύει το φετίχ: Οι πρωτόγονοι λαοί ήταν κατεξοχήν φετιχιστές. 2. αυτός που αποδίδει σε αντικείμενα ή σε έννοιες υπερβολική σημασία, που ξεπερνάει την πραγματική αξία τους, τις πραγματικές τους ιδιότητες: ~ του χρήματος / της μόδας. 3. (ψυχολ.) αυτός που έχει την ιδιορρυθμία να διεγείρεται ή και να ικανοποιείται σεξουαλικά με αντικείμενα που ανήκουν στο πρόσωπο που λατρεύει ή επιθυμεί ερωτικά.

[λόγ. < γαλλ. fétichiste (ορθογρ. δαν.) (-iste = -ιστής)· λόγ. φετιχισ(τής) -τρια]

φιλαναγνώστης ο [filanaγnóstis] Ο10 θηλ. φιλαναγνώστρια [filanaγnó stria] Ο27 : αυτός που του αρέσει το διάβασμα, ο συστηματικός αναγνώστης.

[λόγ. < ελνστ. φιλαναγνώστης· λόγ. φιλαναγνώσ(της) -τρια]

φιλαργυρία η [filarjiría] Ο25 : η υπέρμετρη, η παθολογική αγάπη για το χρήμα, η φιλοχρηματία.

[λόγ. < αρχ. φιλαργυρία]

φιλοναζιστής ο [filonazistís] Ο7 θηλ. φιλοναζίστρια [filonazístria] Ο27 : ο φιλοναζί.

[λόγ. φιλο- + ναζιστής· λόγ. φιλοναζισ(τής) -τρια]

φιλοπατρία η [filopatría] Ο25 : η συναισθηματική σχέση με τον εθνικό χώρο, η αγάπη προς την πατρίδα· πατριωτισμός: Έδωσε δείγματα υψηλής φιλοπατρίας.

[λόγ. < αρχ. φιλοπατρία]

φιλοτελιστής ο [filotelistís] Ο7 θηλ. φιλοτελίστρια [filotelístria] Ο27 : αυτός που έχει γνώσεις γύρω από τα γραμματόσημα, που ασχολείται συστηματικά με τη συλλογή τους: Ειδική έκδοση γραμματοσήμου για τους φιλοτελιστές.

[λόγ. < γαλλ. philatéliste < philatél(ie) = φιλοτελ(ισμός) -iste = -ιστής· λόγ. φιλοτελισ(τής) -τρια]

φιλοτομαριστής ο [filotomaristís] Ο7 θηλ. φιλοτομαρίστρια [filotoma rístria] Ο27 : (μειωτ.) αυτός που επιδεικνύει υπερβολική και αποκλειστική φροντίδα για το άτομό του και για την καλοπέρασή του.

[λόγ. φιλο- + τομάρ(ι) -ιστής· λόγ. φιλοτομαρισ(τής) -τρια]

φιναλίστ ο [finalíst] Ο (άκλ.) θηλ. φιναλίστ [finalíst] Ο (άκλ.) & φιναλίστρια [finalístria] Ο27 : (για άτομο ή ομάδα) αυτός που φτάνει, που συμμετέχει στην τελική φάση μιας διοργάνωσης διαγωνιστικού χαρακτήρα, διεκδικώντας έναν τίτλο, μια διάκριση: Οι δυο ομάδες θα αγωνιστούν ως ~ στον τελικό του Kυπέλου Πρωταθλητριών Ευρώπης στο μπάσκετ / στο ποδόσφαιρο / στο βόλεϊ κτλ. Ξεχώρισαν ήδη οι ~ για τον τίτλο της «Mις Kόσμος». || (ως επίθ.): Οι φιναλίστριες ομάδες.

[λόγ. < γαλλ. finaliste· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· λόγ. φιναλίσ(τ) -τρια]

< Προηγούμενο   1... 97 98 [99] 100 101 ...105   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες