Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.043 εγγραφές [1021 - 1030] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χιλιαστής ο [xiliastís] Ο7 θηλ. χιλιάστρια [xiliástria] Ο27 : οπαδός του χιλιασμού· μάρτυρας του Iεχωβά.
[λόγ. < μσν. χιλιαστής `που πιστεύει στη χιλιετή βασιλεία΄ < χιλιασ- (χιλιάζω) `είμαι χιλίων χρονών΄ -τής & σημδ. αγγλ. millenarist· λόγ. χιλιασ(τής) -τρια]
- χορδιστής ο [xorδistís] Ο7 θηλ. χορδίστρια [xorδístria] Ο27 : ειδικευμένος τεχνίτης που κουρδίζει μουσικά όργανα.
[λόγ. χορδισ- (χορδίζω < χορδ(ή) -ίζω μτφρδ. του κουρντίζω) -τής]
- χορευτής ο [xoreftís] Ο7 θηλ. χορεύτρια [xoréftria] Ο27 : αυτός που χορεύει ως ερασιτέχνης ή ως επαγγελματίας: Kαλός / επιδέξιος / κακός ~. ~ λαϊκών χορών. Xορεύτρια κλασικού μπαλέτου.
[αρχ. χορευτής (αρχικά: στο χορό του δράματος)· λόγ. χορευ(τής) -τρια (πρβ. ελνστ. χορευτρία)]
- χρεώστης ο [xreóstis] Ο10 θηλ. χρεώστρια [xreóstria] Ο27 : 1.αυτός που χρωστάει χρήματα· οφειλέτης. ANT πιστωτής, δανειστής. 2. (μτφ.) αυτός που έχει κάποια ηθική υποχρέωση σε κπ.: Είμαστε χρεώστες απέναντι στην πατρίδα / στην οικογένειά μας.
[λόγ.: 1: ελνστ. χρεώστης· 2: σημδ. γαλλ. débiteur· λόγ. χρεώσ(της) -τρια]
- χρηματιστής ο [xrimatistís] Ο7 θηλ. χρηματίστρια [xrimatístria] Ο27 : επιχειρηματίας που ασχολείται με αγοραπωλησίες στο χρηματιστήριο.
[λόγ. < αρχ. χρηματιστής `εμπορευόμενος΄· λόγ. χρηματισ(τής) -τρια]
- χρηματοδότης ο [xrimatoδótis] Ο10 θηλ. χρηματοδότρια [xrimatoδótria] Ο27 : αυτός που χρηματοδοτεί κπ.: ~ των έργων οδοποιίας είναι το ελληνικό κράτος. || (ως επίθ.): H χρηματοδότρια εταιρεία κήρυξε πτώχευση.
[λόγ. χρηματο- + -δότης· λόγ. χρηματοδό(της) -τρια]
- χρησιμοθηρία η [xrisimoθiría] Ο25 : η αντίληψη σύμφωνα με την οποία πρέπει να επιδιώκουμε ό,τι μας είναι χρήσιμο, ό,τι ικανοποιεί τις υλικές ανάγκες μας.
[λόγ. χρήσιμ(ος) -ο- + -θηρία]
- χρήστης ο [xrístis] Ο10 θηλ. χρήστρια [xrístria] Ο27 : αυτός που χρησιμοποιεί κτ.: Ο ~ ενός μηχανήματος / ενός λεξικού. Οι χρήστες μιας γλώσσας, όσοι τη μιλούν. ~ ναρκωτικών. || (νομ.) αυτός που έχει το δικαίωμα της χρήσης ενός πράγματος.
[λόγ. < αρχ. χρησ- (χρῶμαι) `χρησιμοποιώ΄ -της μτφρδ. γαλλ. usager (διαφ. το αρχ. χρήστης `πιστωτής΄ και το ελνστ. χρήστης `που δίνει χρησμούς΄· λόγ. χρήσ(της) -τρια)]
- χρονομετρία η [xronometría] Ο25 : η ακριβής μέτρηση του χρόνου με τα κατάλληλα όργανα.
[λόγ. < γαλλ. chronométrie < chronomètr(e) = χρονόμετρ(ον)1 -ie = -ία]
- χρυσοθηρία η [xrisoθiría] Ο25 : η ενέργεια του χρυσοθήρα.
[λόγ. χρυσοθήρ(ας) -ία]



