Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ρια
1.043 εγγραφές [861 - 870]
συμπολεμιστής ο [simbolemistís] Ο7 θηλ. συμπολεμίστρια [simbole místria] Ο27 : αυτός που παίρνει ή που πήρε μέρος σε έναν πόλεμο μαζί με άλλον ή με άλλους και ως προς τη σχέση του με αυτούς: Συνάντηση παλαιών συμπολεμιστών.

[λόγ. συμ- (δες συν-) πολεμιστής κατά το αρχ. συμπολεμῶ `πολεμώ μαζί΄· λόγ. συμπολεμισ(τής) -τρια]

συμπρωταγωνιστής ο [simbrotaγonistís] Ο7 θηλ. συμπρωταγωνίστρια [simbrotaγonístria] Ο27 : ηθοποιός που πρωταγωνιστεί μαζί με άλλον ηθοποιό σε μια θεατρική ή κινηματογραφική παράσταση ή σε ένα τηλεοπτικό έργο.

[λόγ. συμ- (δες συν-) πρωταγωνιστής· λόγ. συμπρωταγωνισ(τής) -τρια]

συμφοιτητής ο [simfititís] Ο7 θηλ. συμφοιτήτρια η [simfitítria] Ο27 : αυτός που φοιτά ή που φοίτησε στην ίδια πανεπιστημιακή σχολή και στο ίδιο ακαδημαϊκό έτος με άλλον ή με άλλους και ως προς τη σχέση του με αυτούς: Είναι ~ μου. Είμαστε συμφοιτητές. Συνάντηση παλαιών συμφοιτητριών.

[λόγ. < αρχ. συμφοιτητής `που μαθήτευσε στο ίδιο σχολείο΄ σημδ. γαλλ. condisciple· λόγ. συμφοιτη(τής) -τρια]

συναγωνιστής ο [sinaγonistís] Ο7 θηλ. συναγωνίστρια [sinaγonístria] Ο27 : αυτός που συμμετέχει σε έναν πολεμικό ή πολιτικοϊδεολογικό αγώ να, στη σχέση του με άλλον ή άλλους αγωνιστές. || ως προσφώνηση ή ως προσωνυμία ανάμεσα σε μέλη μιας ομάδας αγωνιστών.

[λόγ. < αρχ. συναγωνιστής· λόγ. συναγωνισ(τής) -τρια]

συναθλητής ο [sinaθlitís] Ο7 θηλ. συναθλήτρια [sinaθlítria] Ο27 : αυτός που αθλείται μαζί με άλλον ή με άλλους αθλητές και στη σχέση του με αυτούς.

[λόγ. < ελνστ. συναθλητής· λόγ. συναθλη(τής) -τρια]

συνδικαλιστής ο [sinδikalistís] Ο7 συνδικαλίστρια [sinδikalístria] Ο27 : στέλεχος συνδικαλιστικής οργάνωσης: Οι συνδικαλιστές συντονίζουν τις ενέργειες των εργαζομένων.

[λόγ. < γαλλ. syndicaliste (ορθογρ. δαν.) -iste = -ιστής (δες στο σύνδικος)· λόγ. συνδικαλισ(τής) -τρια]

συνδρομητής ο [sinδromitís] Ο7 θηλ. συνδρομήτρια [sinδromítria] Ο27 : αυτός που καταβάλλει σε μια εφημερίδα, σε ένα περιοδικό ή σε έναν οργανισμό συνδρομή για την παροχή ορισμένων υπηρεσιών: Γράφτηκα ~ στο τάδε περιοδικό. Είμαι ~ στη Λυρική Σκηνή. || ~ τηλεφώνου, αυτός που έχει τηλεφωνική σύνδεση με τον κρατικό οργανισμό τηλεπικοινωνιών.

[λόγ. συνδρομ(ή) -ητής· λόγ. συνδρομη(τής) -τρια]

συνεγγυητής ο [sinengiitís] Ο7 θηλ. συνεγγυήτρια [sinengiítria] Ο27 : αυτός που εγγυάται κτ. μαζί με κπ. άλλον.

[λόγ. < ελνστ. συνεγγυητής· λόγ. συνεγγυη(τής) -τρια]

συνεδρία η [sineδría] Ο25 : 1.συνεδρίαση: Σε ειδική ~ της Aκαδημίας απονεμήθηκαν τα βραβεία λογοτεχνίας. 2. (ιατρ.) καθεμιά από τις τακτικές θεραπευτικές συναντήσεις θεραπευτή και ασθενή· συνεδρίαση2.

[λόγ. < αρχ. συνεδρία `συνέλευση΄]

συνεξεταστής ο [sineksetastís] Ο7 θηλ. συνεξετάστρια [sineksetástria] Ο27 : αυτός που εξετάζει μαζί με κπ. άλλο σε προφορικές ή γραπτές εξετάσεις: Ο δεύτερος ~ βαθμολόγησε αυστηρά.

[λόγ. < ελνστ. συνεξεταστής `που ερευνά μαζί΄ κατά τη σημ. του εξεταστής· λόγ. συνεξετασ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   1... 85 86 [87] 88 89 ...105   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες