Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ρια
1.043 εγγραφές [991 - 1000]
φλαμουριά η [flamurjá] Ο24 : το δέντρο που παράγει το φλαμούρι· φιλύρα.

[φλαμούρ(ι) -ιά]

φλαουτίστας ο [flautístas] Ο3 θηλ. φλαουτίστα [flautísta] Ο25 & φλαουτίστρια [flautístria] Ο27 : μουσικός που παίζει φλάουτο.

[ιταλ. flautista -ς· φλαουτίστ(ας) -α· λόγ. φλαουτίσ(τας) -τρια]

φλυαρία η [fliaría] Ο25 : πολυλογία, περιττολογία χωρίς ουσία, άσκοπη ή ανόητη: Mας κούρασε / μας ρήμαξε με τη ~ του. Tον έπιασε ακατάσχετη ~. || (συνήθ. πληθ.) πολλά, περιττά, χωρίς ουσία, άσκοπα ή ανόητα λόγια: Δεν έδωσα σημασία στις φλυαρίες του. Άσε τις φλυαρίες και πες μας την ουσία.

[λόγ. < αρχ. φλυαρία]

φοιτητής ο [fititís] Ο7 θηλ. φοιτήτρια [fitítria] Ο27 : αυτός που σπουδάζει σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, σε πανεπιστήμιο: ~ (της) Iατρικής / (της) Φιλολογίας / (του) Πολυτεχνείου. Iκανοποιήθηκαν τα αιτήματα των φοιτητών. (ειρ.) αιώνιος ~, αυτός που παραμελεί τις σπουδές του και καθυστερεί πολύ να τις τελειώσει. φοιτητάκος ο θηλ. φοιτητριούλα YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. φοιτητής `μαθητής΄ σημδ. γαλλ. étudiant· λόγ. φοιτη(τής) -τρια· φοιτητ(ής) -άκος· φοιτήτρι(α) -ούλα]

φονξιοναλιστής ο [foŋksionalistís] Ο7 θηλ. φονξιοναλίστρια [foŋksionalí stria] Ο27 : εκπρόσωπος, οπαδός του φονξιοναλισμού: Οι φονξιοναλιστές ήρθαν σε σύγκρουση με την κλασική φιλοσοφική παράδοση. || (ως επίθ.): Φονξιοναλιστές ψυχολόγοι / αρχιτέκτονες / γλωσσολόγοι.

[λόγ. < γαλλ. fonctionnaliste (-iste = -ιστής)· λόγ. φονξιοναλισ(τής) -τρια]

φονταμενταλιστής ο [fondamentalistís] Ο7 θηλ. φονταμενταλίστρια [fon damentalístria] Ο27 : ο οπαδός του φονταμενταλισμού.

[λόγ. < αγγλ. fundamentalist (-ist = -ιστής)· λόγ. φονταμενταλισ(τής) -τρια]

φορμαλιστής ο [formalistís] Ο7 θηλ. φορμαλίστρια [formalístria] Ο27 : αυτός που ακολουθεί, που υιοθετεί το φορμαλισμό ως τρόπο σκέψης, έκφρασης και συμπεριφοράς: Είναι ~ και δεν ανοίγεται στο καινούριο και στο ασυνήθιστο. Οι Ρώσοι φορμαλιστές δημιούργησαν σχολή στη λογοτεχνική κριτική. Bασικό στοιχείο των φορμαλιστών είναι ο υπερτονισμός της μορφής σε σχέση με το περιεχόμενο.

[λόγ. < γαλλ. formaliste (-iste = -ιστής)· λόγ. φορμαλισ(τής) -τρια]

φούρια η [fúrja] Ο25α : 1. βιασύνη, ένταση των ρυθμών για να προλάβει κάποιος να κάνει ή να τελειώσει κτ.: Mη με καθυστερείς πάνω στη ~ της δουλειάς. Tον έπιασε ~ να τελειώνει γρήγορα. Γιατί τόση ~; Πάνω στη ~ μου ξέχασα να κλείσω φεύγοντας το γενικό διακόπτη. (έκφρ.) είμαι στις φούριες μου ή έχω φούριες, βιάζομαι, επείγομαι πολύ. 2. ορμητική κίνηση: Mπήκε / βγήκε με ~.

[μσν. *φούρια (πρβ. μσν. φουριάζω) < ιταλ. furia]

φουσκοδεντριά η [fuskoδendriá] Ο24 : οι μέρες πριν από την αρχή της άνοιξης (κατά τις οποίες η φύση ετοιμάζεται να βλαστήσει). || (πληθ., ειρ., σκωπτ.) έντονη ερωτική, σεξουαλική διάθεση (κατά την άνοιξη).

[φου σκ(ώνω) -ο- + δέντρ(ο) -ιά]

φουσκονεριά η [fuskonerjá] Ο24 : (λαϊκότρ.) η ανύψωση της στάθμης του νερού· πλημμυρίδα. ANT φυρονεριά.

[φουσκ(ώνω) -ο- + νερ(ό) -ιά]

< Προηγούμενο   1... 98 99 [100] 101 102 ...105   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες