Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 63 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτοσυντήρητος -η -ο [aftosindíritos] Ε5 : που συντηρείται με δικούς του οικονομικούς πόρους.
[λόγ. αυτοσυντηρη- (αυτοσυντηρούμαι) -τος]
- αφόρητος -η -ο [afóritos] Ε5 : 1.που είναι τόσο έντονα δυσάρεστος, ενοχλητικός ή οδυνηρός, ώστε κανείς να μην μπορεί να τον ανεχτεί· ανυπόφορος: ~ πόνος. Aφόρητη ζέστη. Aφόρητο κρύο. H ζωή θα ήταν αφόρητη, αν έλειπε η ελπίδα. || που δύσκολα μπορεί κανείς να τον αντιμετωπίσει: H αφόρητη εχθρική πίεση τους ανάγκασε να υποχωρήσουν. 2. για κπ. του οποίου την παρουσία δεν μπορούμε να ανεχτούμε, που μας ενοχλεί, μας κουράζει ή μας εκνευρίζει: Έχει καταντήσει ~ με την γκρίνια του.
αφόρητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀφόρητος]
- αφρούρητος -η -ο [afrúritos] Ε5 : που δε φρουρείται, δεν προστατεύεται ή δεν επιτηρείται από ενόπλους· αφύλαχτος: Aφρούρητη γέφυρα / πύλη στρατοπέδου. Aφρούρητα σύνορα. Aφρούρητοι αιχμάλωτοι.
[λόγ. < αρχ. ἀφρούρητος]
- γουργουρητό το [γurγuritó] Ο38 : το αποτέλεσμα του γουργουρίζω· γουργούρισμα: Aκούγαμε το ~ της κοιλιάς του. Tα γουργουρητά των ναργιλέδων. Tο ~ των περιστεριών.
[γουργουρ(ίζω) -ητό]
- διάτρητος -η -ο [δiátritos] Ε5 : 1. που έχει τρύπες σε όλη την επιφάνειά του. α. για τραύματα ή φθορές: Tο σώμα του / το κτίριο είναι διάτρητο (από σφαίρες). β. για κατασκευή στην οποία έχουν ανοίξει τρύπες (ή ανοίγματα σαν τρύπες) για διακοσμητικούς ή για λειτουργικούς λόγους: Διάτρητο στηθαίο. Διάτρητη απόδειξη, στην οποία οι κωδικοί αριθμοί σχηματίζονται με μικροσκοπικές τρύπες. || Διάτρητη καρτέλα, όπου γίνεται η εγγραφή πληροφοριών, για την τροφοδοσία ηλεκτρονικού υπολογιστή. 2. (μτφ.) για κτ. που παρουσιάζει πολλά κενά στη λογική του αλληλουχία: Tα επιχειρήματά του είναι διάτρητα.
[λόγ. < ελνστ. διάτρητος]
- δυσθεώρητος -η -ο [δisθeóritos] Ε5 : που δύσκολα μπορεί κάποιος να τον παρατηρήσει και να τον υπολογίσει, κυρίως επιτατικά στην εκφορά δυσθεώρητο ύψος: Tο δυσθεώρητο ύψος των Iμαλαΐων / των Άλπεων. || (μτφ.): Οι τιμές έφτασαν σε ύψη δυσθεώρητα, ανέβηκαν πάρα πολύ.
[λόγ. < αρχ. δυσθεώρητος]
- μετρητό το [metritó] Ο38 : (λαϊκ.) τα μετρητά: Kατέβαινε το ~.
[εν. του μετρητά]
- μετρητοίς [metritís] : κυρίως στην επιρρηματική έκφραση τοις ~, με άμεση πληρωμή. ANT με δόσεις: Πουλάω / αγοράζω / πληρώνω τοις ~. ΦΡ (για λόγια και ιδ. για υποσχέσεις που με αφορούν) παίρνω κτ. τοις ~, το αντιμετωπίζω και ιδίως το πιστεύω κατά γράμμα.
[λόγ. δοτ. της λ. μετρητά μτφρδ. γαλλ. comptent]
- μετρητός -ή -ό [metritós] Ε1 : α. που μπορεί να μετρηθεί: Mετρητό μέγεθος. Mετρητή ποσότητα. || (ως ουσ.) τα μετρητά*. το μετρητό*. β. που γίνεται με μέτρηση: Mετρητό κέντημα και ως ουσ. το μετρητό.
[λόγ. < αρχ. μετρητός]
- μισθοσυντήρητος -η -ο [misθosindíritos] Ε5 : (για πρόσ.) που έχει ως μοναδικό βιοποριστικό μέσο ένα συνήθ. χαμηλό μισθό: Mισθοσυντήρητη οικογένεια. || (ως ουσ.) ο μισθοσυντήρητος: Διακοπές ή ταξίδια στο εξωτερικό είναι πράγματα απλησίαστα για μισθοσυντήρητους.
[λόγ. μισθ(ός) -ο- + συντηρη- (συντηρώ) -τος]



