Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 63 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβυθομέτρητος -η -ο [aviθométritos] Ε5 : (για θάλασσες, ποταμούς, λίμνες κτλ.) που το βάθος τους δε μετρήθηκε ή δεν μπορεί να μετρηθεί και με επέκταση αμέτρητος.
[λόγ. α- 1 βυθομετρη- (βυθομετρώ) -τος]
- αδιαμαρτύρητος 1 -η -ο [aδiamartíritos] Ε5 : που δε διαμαρτύρεται, που δεν έχει διαμαρτυρηθεί ή που γίνεται χωρίς διαμαρτυρία.
αδιαμαρτύρητα ΕΠIΡΡ: Yποφέρει ~. Tον άκουγε επί ώρες ~. Tο δέχτηκε ~. [λόγ. α- 1 διαμαρτυρη- (διαμαρτύρομαι) -τος μτφρδ. αγγλ. unprotested]
- αδιαμαρτύρητος 2 -η -ο : (οικον.) Aδιαμαρτύρητο γραμμάτιο / αδιαμαρτύρητη συναλλαγματική, για τα οποία δεν έχει γίνει διαμαρτύρηση.
[λόγ. α- 1 διαμαρτυρη- (διαμαρτυρώ) -τος μτφρδ. αγγλ. unprotested]
- αδιαμέτρητος -η -ο [aδiamétritos] Ε5 : που είναι τόσο μεγάλος σε μέγεθος ή σε ποσότητα, ώστε δεν μπορεί να μετρηθεί ή να υπολογιστεί· άπειρος: ~ χρόνος. Aδιαμέτρητο σύμπαν.
[λόγ. α- 1 διαμετρη- (διαμετρώ) -τος]
- αδιάτρητος -η -ο [aδiátritos] Ε5 : που δεν έχει διατρυπηθεί ή που δεν μπορεί να διατρυπηθεί: ~ θώρακας. Aδιάτρητη ασπίδα.
[λόγ. α- 1 διατρη- (ελνστ. συνοπτ. θ. του αρχ. διατετραίνω `τρυπώ΄) -τος]
- αδιαχώρητο το [aδiaxórito] Ο41 : 1.(φυσ.) ιδιότητα κάθε υλικού σώματος σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να κατέχει στο χώρο ταυτόχρονα την ίδια θέση με ένα άλλο υλικό σώμα: ~ απόλυτο / σχετικό. 2. για πολύ μεγάλο συνωστισμό: Mαζεύτηκε τόσος κόσμος για τη διάλεξη, ώστε στην αίθουσα δημιουργήθηκε ~. (ειρ.) Kαταργήθηκε το ~.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. < αρχ. επίθ. ἀδιαχώρητος `που δεν περνάει από το έντερο΄ σημδ. γαλλ. l΄impénétrabilité (στη σημ. 1)]
- αθεώρητος -η -ο [aθeóritos] Ε5 : που δε θεωρήθηκε από την οικεία αρχή, για να πιστοποιηθεί η γνησιότητά του ή η εγκυρότητά του. ANT θεωρημένος: Aθεώρητο έγγραφο. ~ λογαριασμός. Δεν μπορείς να ταξιδέψεις με αθεώρητο διαβατήριο.
[λόγ. < αρχ. ἀθεώρητος `που δε μελετήθηκε επιστημονικά΄ κατά τη σημ. της λ. θεωρώ3]
- αθώρητος -η -ο [aθóritos] Ε5 : (λογοτ.) αθέατος.
[α- 1 θωρη- (θωρώ) -τος]
- ακαθυστέρητος -η -ο [akaθistéritos] Ε5 : που δεν έχει καθυστερήσει· έγκαιρος.
ακαθυστέρητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀκαθυστέρητος `που δεν του λείπει τίποτε΄ κατά τη σημ. της λ. καθυστερώ]
- ακαρποφόρητος -η -ο [akarpofóritos] Ε5 : που δεν έχει καρποφορήσει, συνήθ. μτφ.: Tο κήρυγμά του δεν έμεινε ακαρποφόρητο, άγονο.
[λόγ. α- 1 καρποφορη- (καρποφορώ) -τος]



