Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ρημα%
83 εγγραφές [1 - 10]
αιώρημα το [eórima] Ο49 : η αιώρηση: ~ σωματιδίων / σταγονιδίων. || (γυμν.): Γιγάντιο ~, το γιγανταιώρημα.

[λόγ. < ελνστ. αἰώρημα `κτ. κρεμασμένο΄ & σημδ. γαλλ. suspension]

αντεπιχείρημα το [andepixírima] Ο49 : επιχείρημα που αντικρούει άλλο: Tο αντεπιχείρημά του δεν ήταν ούτε αρκετά ισχυρό ούτε εύστοχο για να κλονίσει τη δική μας επιχειρηματολογία.

[λόγ. αντ(ι)- επιχείρημα μτφρδ. αγγλ. counterargument ή γαλλ. argument contraire]

αντιμυθιστόρημα το [andimiθistórima] Ο49 : είδος μυθιστορήματος που αρνείται τα βασικά χαρακτηριστικά (ήρωες, χώρος, χρόνος, διήγηση) του παραδοσιακού και στηρίζεται κυρίως στην αντικειμενική παρατήρηση και τη γλωσσική έκφραση.

[λόγ. αντι- + μυθιστόρημα μτφρδ. γαλλ. anti roman (anti- = αντι-)]

απορηματικός -ή -ό [aporimatikós] Ε1 : (κυρ. γραμμ.) που δηλώνει απορία: Aπορηματική υποτακτική. Aπορηματικοί σύνδεσμοι.

[λόγ. < ελνστ. ἀπορηματικός]

αυτόχρημα [aftóxrima] επίρρ. : (λόγ.) καθ΄ ολοκληρίαν.

[λόγ. < αρχ. αὐτόχρημα]

αυτοχρηματοδότηση η [aftoxrimatoδótisi] Ο33 : (οικον.) η χρηματοδότηση της λειτουργίας ή των επενδυτικών σχεδίων μιας επιχείρησης από τα συσσωρευμένα καθαρά κέρδη της: H ~ μιας επιχείρησης / μιας βιομηχανίας / ενός οικονομικού προγράμματος.

[λόγ. αυτο- + χρηματοδότη(σις) -ση μτφρδ. γερμ. Selbstfinanzierung ή αγγλ. self-financing]

αυτοχρηματοδοτούμαι [aftoxrimatoδotúme] Ρ10.9β : (οικον., για επιχείρηση, έργο, δραστηριότητα κτλ.) χρηματοδοτούμαι με κεφάλαιο που σχηματίζεται από τα κέρδη μου: Ο νέος συγκοινωνιακός οργανισμός θα έχει τη δυνατότητα να αυτοχρηματοδοτείται. Aυτοχρηματοδοτούμενο οικονομικό πρόγραμμα.

[λόγ. αυτοχρηματοδότ(ησις) -ούμαι (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: χρηματοδότησις - χρηματοδοτούμαι]

αφηρημάδα η [afirimáδa] Ο26 : α.η κατάσταση του αφηρημένου ανθρώπου, η έλλειψη προσοχής, πνευματικής συγκέντρωσης σε κτ. που γίνεται ή λέγεται: Aπό ~ ξέχασε τα κλειδιά. Mέσα στην ~ του δεν πρόσεξε τη γυναίκα του που μπήκε στο γραφείο. β. η ιδιότητα εκείνου που αφαιρείται συχνά: H ~ του δεν περιγράφεται. γ. πράξη, λάθος ή παράλειψη που οφείλεται σε αφηρημάδα: Kάνω αφηρημάδες.

[αφηρημ(ένος) -άδα]

αφιλοχρηματία η [afiloxrimatía] Ο25 : η ιδιότητα του αφιλοχρήματου, η περιφρόνηση του χρήματος.

[λόγ. < ελνστ. ἀφιλοχρηματία]

αφιλοχρήματος -η -ο [afiloxrímatos] Ε5 : που δεν έχει μεγάλη αγάπη για το χρήμα, που περιφρονεί το χρήμα.

[λόγ. < ελνστ. ἀφιλοχρήματος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...9   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες