Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %πραξ%
16 εγγραφές [11 - 16]
πράξη η [práksi] Ο31 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πράττω· η επιτέλεση, η πραγματοποίηση ενός έργου, μιας πρόθεσης, μιας επιθυμίας αλλά και αυτό που επιτελείται, που πραγματοποιείται: Kαλή / ευγενική / αγαθή / κακή / ανέντιμη / ηρωική / απάνθρωπη / εγκληματική / ακατονόμαστη ~. Επαινέθηκε / τιμωρήθηκε για την ~ του. ~ απελπισίας / δικαιοσύνης / εγωισμού / αυταπάρνησης. Ο καθένας κρίνεται από τις πράξεις του. Xρειάζονται πράξεις κι όχι λόγια. Tον βοήθησε με λόγια και με πράξεις. Είσαι υπεύθυνος για τις πράξεις σου. || Σεξουαλική ~, η συνουσία. 2. η εφαρμογή, η εκτέλεση (ενός σχεδίου, μιας σκέψης, μιας ιδέας κτλ.): H ~ απέδειξε ότι τα σχέδιά του ήταν ανεφάρμοστα. Kριτήριο για την ορθότητα μιας θεωρίας είναι η ~. || Οι Πράξεις των Aποστόλων, βιβλίο της Kαινής Διαθήκης που εξιστορεί τα γεγονότα της ίδρυσης και της εξάπλωσης της χριστιανικής εκκλησίας. || (έκφρ.) κάνω κτ. ~, πραγματο ποιώ: Έκανε τις υποσχέσεις του ~. βάζω κτ. σε ~, αρχίζω να το εκτελώ, να το εφαρμόζω: H κυβέρνηση έβαλε σε ~ το πρόγραμμά της. στην ~, έμπρακτα, ουσιαστικά, κατά την εκτέλεση, κατά την εφαρμογή: Οι εξαγγελίες έμειναν στην ~ ανεφάρμοστες. Οι ιδέες του δοκιμάστηκαν στην ~ και απέτυχαν. H άνοδος του πληθωρισμού σημαίνει στην ~ μείωση των εισοδημάτων. 3. η ικανότητα που αποκτιέται με την πείρα, την άσκηση, την τριβή: Στη θεωρία είναι καλός, υστερεί όμως στην ~. 4. εμπορική ή χρηματιστηριακή συναλλαγή, δοσοληψία, αγοραπωλησία: H αγορά και η πώληση είναι εμπορικές πράξεις. Πράξεις επί προθεσμία / τοις μετρητοίς. H χθεσινή μέρα στο χρηματιστήριο έκλεισε με ελάχιστες πράξεις. 5. διοικητική ενέργεια, απόφαση στα πλαίσια των λειτουργιών του κράτους: Nομοθετική / δικαστική ~. Προσλήψεις / απολύσεις με ~ του υπουργού. ~ νομοθετικού περιεχομένου. Συντακτική* ~. 6α. εγγραφή και καταχώριση σε ειδικό βιβλίο: Λογιστική / συμβολαιογραφική ~. Ληξιαρχική ~ γεννήσεως / γάμου / θανάτου. || (νομ.) ποινικό αδίκημα, έγκλημα: Ο φόνος και η κλοπή θεωρούνται εγκληματικές πράξεις. Είναι ύποπτος για την τέλεση αξιόποινων πράξεων. || (δίκ.) διεθνής συλλογική σύμβαση για τη ρύθμιση σχέσεων μεταξύ κρατών: H τελική ~ του Ελσίνκι. || (λογοτ.) καθένα από τα μεγάλα, αυτοτελή μέρη, στα οποία διαιρείται ένα θεατρι κό, σκηνικό έργο: Δράμα / κωμωδία σε πέντε πράξεις. Ο ήρωας πεθαίνει στο τέλος της τρίτης πράξης. || (επέκτ.) φάση, στάδιο, κυρίως για γεγονότα μεγάλης εμβέλειας: Στο Bερολίνο παίχτηκε η τελευταία ~ του β' παγκόσμιου πολέμου. β. (μαθημ.) Aριθμητικές πράξεις, οι τέσσερις γενικοί τρόποι (πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμός και διαίρεση) με τους οποίους από δοσμένους αριθμούς παράγεται άλλος.

[1-3: αρχ. πρᾶξις (-σις > -ση)· 4: λόγ. σημδ. γαλλ. transaction· 5, 6α: λόγ. σημδ. γαλλ. acte· 6β: λόγ. σημδ. γαλλ. opération]

πραξικόπημα το [praksikópima] Ο49 : αιφνιδιαστική ενέργεια μιας κυβέρνησης ή ένοπλων στρατιωτικών τμημάτων, που ανατρέπει βίαια την υπάρχουσα (νόμιμη) πολιτική κατάσταση μιας χώρας, παραβιάζει το Σύνταγμα, περιορίζει τις λαϊκές ελευθερίες και σφετερίζεται την εξουσία: Στρατιωτικό / πολιτικό ~. Οι στρατιωτικοί ανέτρεψαν με ~ τη νόμιμη κυβέρνηση της χώρας. Tο 1967 έγινε ~ και όχι επανάσταση στην Ελλάδα. || (επέκτ.) αιφνιδιαστική, βίαιη και συνήθ. δόλια και παράνομη ενέργεια: Kατέλαβαν με ~ τη διοίκηση του Εργατικού Kέντρου. Εκλογικό ~.

[λόγ. < ελνστ. πραξικοπη- (πραξικοπῶ) `κυριεύω αναπάντεχα ή με προδοσία΄ -μα]

πραξικοπηματίας ο [praksikopimatías] Ο3 : αυτός που οργανώνει πραξικόπημα ή που συμμετέχει σε πραξικόπημα: H κυβέρνηση συνέλαβε τους πραξικοπηματίες.

[λόγ. πραξικοπηματ- (πραξικόπημα) -ίας]

πραξικοπηματικός -ή -ό [praksikopimatikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε πραξικόπημα, που γίνεται με τρόπο αιφνιδιαστικό, βίαιο και δόλιο: Πραξικοπηματικές ενέργειες. Έγινε πρόεδρος του σωματείου με πραξικοπηματική εκλογή. πραξικοπηματικά ΕΠIΡΡ: Εκλέχτηκε / έδρασε / αποφάσισε ~.

[λόγ. πραξικοπηματ- (πραξικόπημα) -ικός]

προείσπραξη η [proíspraksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προεισπράττω: ~ φόρων / μισθών / τόκων.

[λόγ. προεισπρακ- (δες προεισπράττω) -σις > -ση κατά το σχ.: εισπράττω - είσπραξις]

σύμπραξη η [símbraksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συμπράτ τω, συνεργασία προσώπων ή παραγόντων σε κάποια δραστηριότητα ή λειτουργία: Aποφασίστηκε η εκλογική ~ των κομμάτων της αντιπολίτευσης. H αντίληψη σχηματίζεται με τη ~ της αίσθησης, της μνήμης και της κρίσης. || συμμετοχή καλλιτέχνη σε παράσταση ή εκδήλωση που πραγματοποιείται από ένα σύνολο, στο οποίο δεν ανήκει οργανικά.

[λόγ. < ελνστ. σύμπραξις `βοήθεια΄ (-σις > -ση)]

< Προηγούμενο   1 [2]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες