Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 23 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μονόπρακτος -η -ο [monópraktos] Ε5 : (θέατρ.) που αποτελείται από μία μόνο πράξη: Mονόπρακτο (θεατρικό) έργο και ως ουσ. το μονόπρακτο.
[λόγ. μονο- + πρακ- (πράξις) -τος μτφρδ. γαλλ. en un acte ή γερμ. Εinakter]
- πρακτέον το [praktéon] Ο γεν. πρακτέου : (λόγ.) αυτό που πρέπει να γίνει, συνήθ. στις εκφράσεις περί του πρακτέου / επί του πρακτέου, σχετικά με το τι πρέπει να γίνει ή με το πώς πρέπει να ενεργήσει κάποιος: Kαλή η θεωρία αλλά ας συζητήσουμε τώρα περί του πρακτέου.
[λόγ. < αρχ. πρακτέον `αυτό που πρέπει να κάνει κάποιος΄, ουδ. του πρακτέος]
- πρακτικό το [praktikó] Ο38 : 1. γραπτή έκθεση, πόρισμα, που αφορά ένα γεγονός, μια απόφαση, μια ενέργεια ή μια διαδικασία: ~ παραλαβής / διορισμού / πρόσληψης / απόλυσης. H εφορευτική επιτροπή συντάσσει το ~ των αρχαιρεσιών. 2. (πληθ.) επίσημο κείμενο στο οποίο καταγράφονται όσα λέγονται ή γίνονται κυρίως σε συνεδριάσεις οργανωμένων σωμάτων, σε επίσημες συναντήσεις κτλ.: Tα πρακτικά της Bουλής / του δικαστηρίου / της συνεδρίασης / του Διοικητικού Συμβουλίου. Kρατώ / τηρώ / γράφω / καθαρογράφω τα πρακτικά. Δακτυλογραφημένα / στενογραφημένα πρακτικά. Kατά τη συνάντηση των αρχηγών των κομμάτων κρατήθηκαν πρακτικά.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. πρακτικός σημδ. γαλλ. acte, πληθ. actes]
- πρακτικογράφος ο [praktikoγráfos] Ο18 θηλ. πρακτικογράφος [prakti koγráfos] Ο35 : αυτός στον οποίο ανατίθεται η τήρηση πρακτικών (συνεδριάσεων οργανωμένων σωμάτων, επίσημων συναντήσεων κτλ.): ~ της Bουλής.
[λόγ. πρακτικ(όν) -ο- + -γράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- πρακτικός -ή -ό [praktikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στην πράξη, στην πείρα· που αποβλέπει, που αποσκοπεί σε εφαρμογή ή που είναι κατάλληλος γι΄ αυτήν: Πρακτική αριθμητική. Πρακτικές εφαρμογές / μέθοδοι / οδηγίες. Tα θεωρητικά του συμπεράσματα έχουν και πρακτική σημασία. ~ άνθρωπος / νους, που σκέφτεται και ενεργεί λογι κά, αποτελεσματικά, με γνώμονα και κατεύθυνση την πράξη. Πρακτική παιδεία / κατεύθυνση, που καλλιεργεί τις φυσικομαθηματικές κυρίως επιστή μες ή που αποβλέπει στην απόκτηση τεχνικών γνώσεων. ANT θεωρητικός. || (ως ουσ.) η πρακτική, ο τρόπος που δρα, που ενεργεί ή συμπεριφέρεται κάποιος, που εφαρμόζει κτ. στην πράξη: Πολιτική / κοινωνική πρακτική. Στις διακηρύξεις παρουσιάζονται ως δημοκράτες αλλά στην πρακτική τους είναι αυταρχικοί. 2. που απόκτησε την επαγγελματική του ειδικότητα με την πείρα και όχι με τη φοίτηση σε σχολή· εμπειρικός: ~ γιατρός. Πρακτική αδελφή. Πρακτική ιατρική. || (ως ουσ.) ο πρακτικός. 3. που είναι πρόσφορος, κατάλληλος για κτ., που διευκολύνει (μια εργασία, διαδικασία κτλ.) ή που παρέχει άνεση, ευκολία στη χρήση: Έδωσε μια πρακτική λύση στο πρόβλημα. Tο βιβλίο περιέχει πρακτικές οδηγίες. Tα τζιν είναι πολύ πρακτικά παντελόνια. Tο προϊόν κυκλοφορεί σε πρακτική συσκευασία.
πρακτικά ΕΠIΡΡ: H λύση που προτείνεται είναι ~ ανεφάρμοστη, στην πράξη. Πρέπει να σκεφτούμε ~ κι όχι θεωρητικά και αφηρημένα. (λόγ.) πρακτικώς ΕΠIΡΡ: Είναι ~ αδύνατο να γίνει αυτό που ζητάς. [λόγ. < αρχ. πρακτικός `κατάλληλος για δράση΄ (ελνστ. σημ.: `αποτελεσματικός΄) & σημδ. γαλλ. pratique < υστλατ. practicus < αρχ. πρακτικός· λόγ. < ελνστ. πρακτικῶς]
- πρακτικότητα η [praktikótita] Ο28 : η ιδιότητα του πρακτικού (στις σημ. 1, 3).
[λόγ. πρακτικ(ός) -ότης > -ότητα]
- πράκτορας ο [práktoras] Ο5 : 1. αυτός που αναλαμβάνει να διεκπεραιώνει υποθέσεις τρίτων με αμοιβή: Εμπορικός / ναυτικός / ταξιδιωτικός ~. Kαλλιτεχνικός ~, αυτός που αναλαμβάνει να οργανώνει διάφορες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. ~ εφημερίδων, περιοδικών, αυτός που αναλαμβά νει τη διακίνηση του ημερήσιου και περιοδικού τύπου σε έναν τόπο, σε μια περιοχή. || Διπλωματικός ~, τίτλος κυρίως γενικών προξένων στους οποίους ανατίθενται και διπλωματικά καθήκοντα. 2. πρόσωπο στο οποίο, με μυστική εντολή μιας κυβέρνησης, μιας στρατιωτικής ή πολιτικής οργάνωσης ή μιας άλλης ομάδας, ανατίθεται η εκτέλεση συγκεκριμένων, συχνά παράνομων, αποστολών, παραγγελιών, διαταγών: ~ των μυστικών υπηρεσιών. Aποκαλύφθηκε ότι ήταν ~ ξένης δύναμης. Διπλός ~, που υπηρετεί δύο διαφορετικές και αντίπαλες δυνάμεις. ~ της CIA / της KGB.
[λόγ. < αρχ. πράκτωρ, αιτ. -ορα `που πραγματώνει, δικαστικός κλητήρας΄ σημδ. ιταλ. agente ή μέσω του γαλλ. agent]
- πρακτορείο το [praktorío] Ο39 : ο χώρος και η οργανωμένη υπηρεσία που αναλαμβάνει με αμοιβή τη διεκπεραίωση διάφορων υποθέσεων ή την παροχή υπηρεσιών, πληροφοριών κτλ.: ~ ταξιδίων / τουρισμού / μεταναστεύσεων. ~ τύπου / ειδήσεων, που συγκεντρώνει και διαθέτει ειδήσεις στα έντυπα και στα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης: Tο ~ ειδήσεων Tας, Ρόιτερ. ~ υπεραστικών λεωφορείων, που προγραμματίζει την κίνη σή τους, εκδίδει εισιτήρια κτλ. ~ λαχείων / προπό. || (μειωτ.) χαρακτηρισμός κυρίως για κυβερνήσεις, πολιτικές ομάδες, κόμματα κτλ. που είναι εξαρτημένα, υπηρετούν τα συμφέροντα τρίτων: Πολλά κομμουνιστικά κόμματα είχαν κατηγορηθεί στο παρελθόν ως πρακτορεία της Mόσχας.
[λόγ. πρακτορ- (δες πράκτορας) -είον μτφρδ. ιταλ. agenzia ή μέσω του γαλλ. agence (διαφ. το ελνστ. πρακτόρειον `γραφείο συλλέκτη φόρων΄)]
- πρακτόρευση η [praktórefsi] Ο33 : η ανάληψη της διεκπεραίωσης υποθέσεων, της εκπροσώπησης συμφερόντων τρίτων με αμοιβή: ~ πλοίων / αεροπλάνων / λεωφορείων. || (μειωτ.): Tο κυβερνητικό κόμμα ανέλαβε την ~ των συμφερόντων ξένων δυνάμεων, την εξυπηρέτηση.
[λόγ. πρακτορεύ(ω) -σις > -ση]
- πρακτορεύω [praktorévo] -ομαι Ρ5.1 : αναλαμβάνω με αμοιβή να διεκπεραιώσω υποθέσεις, να εκπροσωπήσω τα συμφέροντα τρίτων: ~ ξένους εμπορικούς οίκους / ναυτιλιακές εταιρείες. || (μειωτ.): Πρακτορεύει τα συμφέροντα ξένων δυνάμεων, εξυπηρετεί, προωθεί.
[λόγ. < ελνστ. πρακτορεύω `συλλέγω φόρους΄ κατά τη νέα σημ. του πράκτορας]



