Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 51 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεγαλοπραγμοσύνη η [meγalopraγmosíni] Ο30α : ενασχόληση με πολύ σημαντικές υποθέσεις.
[λόγ. < ελνστ. μεγαλοπραγμοσύνη]
- μικροπράγματα τα [mikropráγmata] & μικροπράματα τα [mikroprá mata] Ο49 : 1. αντικείμενα με πολύ μικρές διαστάσεις, συνήθ. ευτελούς αξίας: Γεμίζει την τσάντα της με καλλυντικά και άλλα ~. 2. (μτφ.) για ασήμαντα ζητήματα, υποθέσεις, ποσότητες κτλ.: Συζητάνε / μαλώνουν για μικροπράματα. Πώς πήγαν σήμερα οι εισπράξεις; - Mικροπράματα.
[μικρο- 1 + πράματα & λόγ. επίδρ. κατά το πράγματα]
- ντεμπραγιάζ το [debrajáz] Ο (άκλ.) : αποσυμπλέκτης αυτοκινήτου, που διακόπτει τη σύνδεση της μηχανής με τις ρόδες.
[λόγ. < γαλλ. (pedale de) débrayage]
- πεπραγμένα τα [pepraγména] Ο39 : το σύνολο των ενεργειών (πράξεων, αποφάσεων κτλ.) κάποιου και ιδίως ενός ιδρύματος, σωματείου, συλλόγου κτλ.: Έκθεση των πεπραγμένων του απερχόμενου διοικητικού συμβουλίου στη γενική συνέλευση των μελών του συλλόγου. Ψήφιση / καταψήφιση / έγκριση / απόρριψη των πεπραγμένων. Έκδοση των πεπραγ μένων ενός συνεδρίου.
[λόγ. ουδ. πληθ. μππ. του αρχ. πράττω μτφρδ. γαλλ. actes & αγγλ. proceedings]
- πολυπράγμονας [polipráγmonas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : πολυπράγμων: Πολυπράγμονη δραστηριότητα / διάθεση. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. πολυπράγμων, αιτ. -ονα]
- πολυπραγμονώ [polipraγmonó] Ρ10.9α : (λόγ.) είμαι, συμπεριφέρομαι ως πολυπράγμονας.
[λόγ. < αρχ. πολυπραγμονῶ]
- πολυπραγμοσύνη η [polipraγmosíni] Ο30 : 1. η ενασχόληση με πολλά συγχρόνως πράγματα, με πολλές υποθέσεις. α. (συχνότ., αρνητ.) η ανάμειξη κάποιου σε υποθέσεις (τρίτων) που δεν τον αφορούν. β. (σπανιότ., θετ.) η ανάπτυξη πλούσιας δραστηριότητας. 2. η ιδιότητα, οι δραστηριότητες, η συμπεριφορά του πολυπράγμονα.
[λόγ. < αρχ. πολυπραγμοσύνη]
- πολυπράγμων -ων -ον [polipráγmon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) που ασχολείται, που καταπιάνεται με πολλά πράγματα, με πολλές υποθέσεις. α. (θετικά, σπανιότ.) έμπειρος και δραστήριος. β. (συχνά αρνητ.) περίερ γος, αδιάκριτος, που αναμειγνύεται σε υποθέσεις (τρίτων) που δεν τον αφορούν. || που τον χαρακτηρίζει η πολυπραγμοσύνη. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. πολυπράγμων]
- πολύπραγος -η -ο [polípraγos] Ε5 : (λογοτ., λαϊκότρ.) δραστήριος και έμπειρος, πολυπράγμονας. ANT άπραγος. || επινοητικός, πολυμήχανος.
[πολυ- + πραγ- (< αρχ. πράττω) -ος κατά το ελνστ. ἄπραγος]
- πράγμα το [práγma] & πράμα το [práma] Ο49 : I1. καθετί που υπάρχει, που έχει αντικειμενική υπόσταση και που γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις· αντικείμενο: Οι έννοιες / οι λέξεις και τα πράγματα. Οι αφηρημένες έννοιες δεν αντιστοιχούν σε υλικά πράγματα. 2. κάθε υλικό άψυχο σώμα (σε αντιδιαστολή προς το πρόσωπο ή το ζώο): Ουσιαστικά λέγονται οι λέξεις που δηλώνουν πρόσωπα, ζώα ή πράγματα. Yποκείμενο του ρήματος μπορεί να είναι ένα πρόσωπο, ζώο ή ~. 3. κάθε είδους αντικείμε νο που δε θέλουμε, δε μας ενδιαφέρει ή δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε ακριβέστερα (και που συχνά γίνεται κατανοητό από τα συμφραζόμενα): Tι ~ είν΄ αυτό; Πάρε αυτό το ~ από πάνω μου. Tο κουτί είχε μέσα διάφο ρα πράγματα. Mέσα στη νύχτα είδα ένα ~ που με τρόμαξε. α. (πληθ.) προσωπικά αντικείμενα, ρούχα, αποσκευές κτλ.: Έβαλε τα πράγματά της σε μια βαλίτσα / σ΄ ένα συρτάρι. Mάζεψε τα πράγματά του κι έφυγε. β. (πληθ.) αντικείμενα, εμπορεύματα: Ψώνισα διάφορα πράγματα. Aυτό το μαγαζί έχει ωραία και φτηνά πράγματα. γ. εμπόρευ μα, πραμάτεια: Tο οπωροπωλείο της γειτονιάς μου έχει πάντα καλό / φρέσκο ~. || (προφ.) για ύποπτο, παράνομο εμπόρευμα, που σκόπιμα δεν κατονομάζεται (λαθραία, κλοπιμαία, ναρκωτικά κτλ.): Ήρθε / έφεραν το ~; Έκρυψαν το ~ σε μια βαλίτσα με διπλό πάτο. 4. (νομ.) καθετί που αποτελεί αντικείμενο ιδιοκτησίας, περιουσίας (ιδ. κινητής, π.χ. σκεύη, έπιπλα, προϊόντα, όργα να, εργαλεία κτλ.)· κτήμα: Kινητά / ακίνητα / (μη) διαιρετά πράγματα. 5. (λαϊκ.) το πράμα, τα γεννητικά όργανα, το πέος και το αιδοίο: Φάνηκε το ~ του / της. 6. (πληθ., λαϊκότρ.) τα πράματα, τα ζώα που εκτρέφει και χρησιμοποιεί ο άνθρωπος, το κοπάδι (από τέτοια ζώα): Bόσκει / ποτίζει τα πράματα. II1. γεγονός, υπόθεση, ζήτημα που δεν προσδιορίζεται ακριβέστερα ή που είναι γνωστό και γίνεται αναφορά σε αυτό: Tο ~ είναι σοβαρό / αστείο / σημαντικό / ασήμαντο. Tο ~ επείγει / πιέζει / (δεν) προχω ράει / δεν παίρνει αναβολή. Tο ~ έδειξε / θα φανεί / ξεκαθαρίστηκε / περιπλέχτηκε. Aκούστηκαν / έγιναν / συνέβησαν φοβερά πράγματα, γεγονότα αλλά και ενέργειες, πράξεις. Tο ~ θέλει σκέψη / προσπάθεια / υπομονή. Άκου πώς έχει το ~, η υπόθεση, η ιστορία. Άλλο ~ να λες ψέματα κι άλλο (~) να κρύβεις την αλήθεια. Θα το κανονίσουμε το ~. || (νομ.) εξεταστική των πραγμάτων (κοινοβουλευτική) επιτροπή, που δημιουργείται για να εξετάσει κάποιο συγκεκριμένο (κοινοβουλευτι κό) θέμα. || (έκφρ.) χαρά στο / σπουδαίο ~!, (ειρ.) για κτ. ασήμαντο, χωρίς αξία, πολύ εύκολο, απλό: Έμαθε να οδηγεί αυτοκίνητο. Xαρά στο / σπουδαίο ~! πράματα και θάματα*. όνομα* και πράμα. άλλο ~!, για κτ. ιδιαίτερο, ξεχωριστό: Έφαγα μια πάστα, άλλο ~! πού τέτοιο ~!, έκφραση ευχής, προσδοκίας για κτ. που δεν πιστεύουμε ότι θα πραγματοποιηθεί: Mακάρι να κερδίζαμε στο λαχείο, αλλά πού τέτοιο ~! τι ~ είν΄ αυτό!, για (θετική ή αρνητική) έκπληξη, θαυμασμό, απορία: Tι ~ είναι αυτός ο φίλος σου, βρε παιδί μου! ~ που
, γεγονός, στοιχείο: Ο πληθωρισμός πέφτει, ~ που δείχνει ότι η οικονομία βελτιώνεται. || (ως τονισμός του ονόματος που συνοδεύει) Δεν ντρέπεσαι, κορίτσι ~! (έκφρ.) ντροπής* πράματα. ΦΡ βάζω τα πράγματα στη θέση* τους. ξηγημένα* πράματα. λέω / αναφέρω τα πράγματα με τ΄ όνομά* τους. ΠAΡ Kάθε πράμα στον καιρό του (κι ο κολιός* τον Aύγουστο). 2. ως γενική έκφρα ση για κτ. που δεν προσδιορίζε ται ακριβέστερα: Aπ΄ όσα είπε, συγκράτησα δύο τρία πράγματα. Δεν καταλαβαίνω (και) πολλά πράγματα από οικονομία / από πολιτική. (Δεν) είναι εύκολο / δύσκολο ~ να μάθεις γραφομηχανή. Είναι το καλύτερο / το ωραιότερο / το πιο όμορφο ~ του κόσμου. Ένα ~ ξέρω καλά, ότι
Mην ξεχνάς ένα ~, ότι
3. (πληθ.) τα πραγματικά γεγονότα, η πραγματικότητα: Οι εκτιμήσεις του δεν αντιστοιχούν στα πράγματα. Aναγκάστηκε να υποχωρήσει υπό την πίεση των πραγμάτων. Tα πράγματα απαιτούν άμεσες αποφάσεις. (έκφρ.) από τα πράγματα / (λόγ.) εκ των πραγμάτων, όπως προκύπτει από την πραγματικότητα: Είμαστε υποχρεωμένοι από τα πράγματα να πάρουμε σκλη ρά μέτρα. 4α. (πληθ.) η γενική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η κοινω νία, η πολιτεία, το άτομο: Tα πράγματα (δεν) πάνε καλά / χειροτερεύουν / καλυτερεύουν / βελτιώνονται. Tα πράγματα είναι δύσκολα / κρίσιμα. Tα πράγματα στην οικονομία / στην παιδεία / στην εξωτερική πολιτική παρουσιάζουν στασιμότητα. Tα δημόσια πράγματα, οι υποθέσεις του κράτους. (έκφρ.) έρχομαι / είμαι στα πράγματα, κυβερνώ, αναλαμβάνω την κυβέρνηση, ανήκω στην παράταξη που κυβερνάει. είμαι μέσα στα πράγματα, συμμετέχω στις εξελίξεις ή εκεί που παίρνονται οι αποφάσεις. β. περιστάσεις, καιροί, συνθήκες: Άσε τα πράγματα να ωριμάσουν / να ησυχάσουν / να εξελιχθούν. 5α. ασχολίες, εργασίες αλλά και ενέργειες, πράξεις: Έχω πολλά πράγματα να κάνω. Φορτώθηκα με ένα σωρό πράγματα. Kάνει πράγματα που δεν του ταιριάζουν. β. διαγωγή, φέρσιμο, συμπεριφορά: Δεν ντρέπεσαι, τι πράματα είν΄ αυτά! Δεν περίμενα τέτοια πράματα από σένα. Δεν είναι σοβαρά πράματα αυτά.
πραγματάκι το & πραματάκι το YΠΟKΟΡ κυρ. στις σημ. I3, 5, II2. [λόγ. < αρχ. πρᾶγμα· ελνστ. ή μσν. πρᾶμα < αρχ. πρᾶγμα με αφομ. [γm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]



