Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %πραγ%
51 εγγραφές [41 - 50]
πραγματογνωμοσύνη η [praγmatoγnomosíni] Ο30 : η εμπεριστατωμένη εξέταση μιας υπόθεσης ή μιας κατάστασης πραγμάτων από ειδικούς και η γνωμάτευση που ακολουθεί: Aναθέτω σε κπ. / πραγματοποιώ μια ~. Για τη διαπίστωση της γνησιότητας του εγγράφου / του πίνακα / του νομίσματος θα γίνει ~. Aπό την ~ προκύπτουν πολλά νέα στοιχεία.

[λόγ. πραγματογνώμ(ων δες πραγματογνώμονας) -οσύνη]

πραγματοκρατία η [praγmatokratía] Ο25 : (σπάν.) ο ρεαλισμός.

[λόγ. πραγματ- (πράγμα) -ο- + -κρατία απόδ. γαλλ. réalisme]

πραγματολογία η [praγmatolojía] Ο25 : (γλωσσ.) κλάδος της γλωσσολογίας που μελετά τους τρόπους με τους οποίους το περιβάλλον, γλωσσι κό ή εξωγλωσσικό, επιδρά στην ερμηνεία ενός εκφωνήματος.

[λόγ. πραγματ- (πράγμα) -ο- + -λογία απόδ. γαλλ. pragmatique ή αγγλ. pragmatics]

πραγματολογικός -ή -ό [praγmatolojikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στην πραγματολογία: Πραγματολογική μελέτη της γλώσσας. 2. που ανήκει ή που αναφέρεται στα πράγματα: Πραγματολογικές παρατηρήσεις / πραγματολογικά στοιχεία, οι παρατηρήσεις, οι μνείες, τα σχόλια που αναφέρονται σε πραγματικά στοιχεία (ιστορικά γεγονότα ή ονόματα, τοπωνύμια κτλ.) ενός λογοτεχνικού κειμένου.

[λόγ.: 1: πραγματολογ(ία) -ικός· 2: σημδ. αγγλ. factual]

πραγματοποίηση η [praγmatopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πραγματοποιώ: H ~ των στόχων / των επιδιώξεων / των κερδών / των επενδύσεων.

[λόγ. πραγματοποιη- (πραγματοποιώ) -σις > -ση]

πραγματοποιήσιμος -η -ο [praγmatopiísimos] Ε5 : που μπορεί, που είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί. ANT απραγματοποίητος: Ο στόχος που τέθηκε (δεν) είναι ~.

[λόγ. πραγματοποιησ- (πραγματοποιώ) -ιμος]

πραγματοποιώ [praγmatopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1. μεταβάλλω κτ. (μια ιδέα, μια σκέψη, ένα σχέδιο κτλ.) σε πραγματικότητα, δίνω σε κτ. πραγματική, αντικειμενική υπόσταση: ~ τις επιδιώξεις / τους στόχους / τα όνειρα / τα σχέδιά μου. Πραγματοποίησε τις απειλές του. Πραγματοποιήθηκαν όλες οι επιθυμίες της. 2. εκτελώ μια πράξη, μια ενέργεια, ενεργώ ώστε να υπάρξει, να συμβεί κτ.: Ο αθλητής πραγματοποιώντας ένα εκπληκτικό άλμα πέτυχε νέο ρεκόρ. Πραγματοποιήθηκε σύσκεψη για τα προβλήματα της πόλης. Οι επιχειρήσεις πραγματοποίησαν πολλά κέρδη / νέες επενδύσεις.

[λόγ. πραγματ- (πράγμα) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. réaliser]

πραγματώνω [praγmatóno] -ομαι Ρ1 : πραγματοποιώ1: Πραγματώθηκαν οι επιδιώξεις / οι στόχοι / τα όνειρά του.

[λόγ. πραγματ- (πράγμα) -ώ > -ώνω απόδ. γαλλ. réaliser]

πραγμάτωση η [praγmátosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πραγματώνω: H ~ των ονείρων / των επιθυμιών / των ελπίδων της, η πραγματοποίηση.

[λόγ. πραγματω- (δες πραγματώνω) -σις > -ση]

συμπράγκαλα τα [simbráŋgala] Ο41 : (οικ.) πολλές και συνήθ. μικρές αποσκευές, σε χρήση κυρίως για να δηλώσουμε τη δυσκολία ή την ενόχληση που δημιουργεί η μεταφορά τους ή η παρουσία τους: Πού να κουβαλήσω όλα αυτά τα ~; Mάζεψε τα συμπράγκαλά σου και φύγε.

[ίσως συμ- (δες συν-) βεν. branc(a) `χεριά΄ -αλα, πληθ. του -αλο]

< Προηγούμενο   1... 2 3 4 [5] 6   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες