Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 320 εγγραφές [261 - 270] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προπορεύομαι [proporévome] Ρ5.1β : 1. βαδίζω, προχωρώ μπροστά από τους άλλους, προηγούμαι. ANT έπομαι, ακολουθώ: Προπορεύονταν τα αυτοκίνητα των επισήμων και ακολουθούσαν τα άλλα. Οι προπορευόμενοι σταμάτησαν για να τους φτάσουν και οι άλλοι. 2. (μτφ.) κατέχω την πρώτη θέση, υπερέχω, προηγούμαι: Προπορεύεται στην καταμέτρηση των ψήφων ο κυβερνητικός υποψήφιος και ακολουθεί με αρκετή διαφορά ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης.
[λόγ. < ελνστ. προπορεύομαι]
- προσπορίζω [prosporízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) παρέχω σε κπ. υλικά ή άλλα οφέλη.
[λόγ. < αρχ. προσπορίζω]
- προσπορισμός ο [prosporizmós] Ο17 : (λόγ.) η ενέργεια του προσπορίζω: Στόχος του δεν είναι ο ~ χρημάτων.
[λόγ. προσπορισ- (προσπορίζω) -μός]
- πρωτοπορία η [protoporía] Ο25 : 1. (σπάν.) το να είναι κάποιος πρώτος σε κτ.· προβάδισμα: Παίρνω / διατηρώ / χάνω την ~. 2. σύνολο από ιδέες, γνώσεις, τεχνικές κτλ. που είναι νέες, χαρακτηρίζονται από καινοτομίες (στον πνευματικό, κοινωνικό, καλλιτεχνικό, πολιτικό κτλ. χώρο) και χρησιμεύουν ως πρότυπο που το ακολουθούν άλλοι: Πνευματική / επιστημονική / τεχνολογική / καλλιτεχνική / πολιτική ~. Kαλλιτέχνης που, χωρίς να αρνείται την παράδοση, βρίσκεται στην ~.
[λόγ. < ελνστ. πρωτοπορεία `εμπροσθοφυλακή΄ σημδ. γαλλ. avant-garde (ορθογρ. απλοπ.)]
- πρωτοποριακός -ή -ό [protoporiakós] Ε1 : που αναφέρεται στην πρωτοπορία (ιδέες, γνώσεις τεχνικές κτλ.) και ιδίως ανήκει σ΄ αυτή: Πρωτοποριακή τέχνη / τεχνολογία. Ένας ~ καλλιτέχνης. Εργάζεται με μεθόδους όχι απλά μοντέρνες αλλά πρωτοποριακές.
πρωτοποριακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. πρωτοπορί(α) -ακός απόδ. γαλλ. avant-gardiste]
- πρωτοπόρος -α / -ος -ο [protopóros] Ε14 : 1α. που βρίσκεται μπροστά σε μια πορεία προς κάποια κατεύθυνση: Tα πρωτοπόρα τμήματα του στρατού μας μπήκαν στη Θεσσαλονίκη. β. που διακρίνεται, που προηγεί ται χάρη σε διαρκείς διακρίσεις, επιτυχίες: Tο σχολείο μας, πρωτοπόρο στο μπάσκετ, νίκησε και στο βόλεϊ. 2. που χαρακτηρίζεται από την εφαρμογή νέων ιδεών, γνώσεων, τεχνικών κτλ. (στον πνευματικό, κοινωνικό, καλλιτεχνικό, πολιτικό κτλ. χώρο), οι οποίες χρησιμεύουν ως πρότυπο για άλλους: Πρωτοπόρα επιστήμη / τεχνολογία. || (ως ουσ., για πρόσ.): Οι πρωτοπόροι της επιστήμης / της διανόησης.
[λόγ. < ελνστ. πρωτοπόρος `πρωτοτάξιδος΄ κατά τη σημ. της λ. πρωτοπορία σημδ. γαλλ. pionnier]
- πρωτοπορώ [protoporó] Ρ10.9α : είμαι πρωτοπόρος. 1. διακρίνομαι, προηγούμαι χάρη σε διαρκείς διακρίσεις, επιτυχίες. 2. δημιουργώ κτ. πρωτοποριακό, εφαρμόζω νέες ιδέες, γνώσεις, τεχνικές κτλ. (στον πνευματικό, κοινωνικό, καλλιτεχνικό, πολιτικό κτλ. χώρο), οι οποίες χρησιμεύουν ως πρότυπο για άλλους: Επιστήμονες και στοχαστές που πρωτοπορώντας ανοίγουν καινούριους δρόμους για την ανθρωπότητα.
[λόγ. πρωτοπόρ(ος) -ώ]
- ραπόρτο το [rapórto] Ο39 : (προφ.) αναφορά, μήνυμα: Στέλνω / δίνω ~.
[ιταλ. rapporto]
- ρεπορτάζ το [reportáz] Ο (άκλ.) : η συλλογή ειδήσεων, πληροφοριών κτλ., γύρω από επίκαιρο θέμα ή γεγονός και η παρουσίασή τους σε μια εφημερίδα ή περιοδικό, στην τηλεόραση ή στο ραδιόφωνο· (πρβ. ειδησεογραφία): Επίκαιρο / πολιτικό / οικονομικό / αστυνομικό / αθλητικό / καλλιτεχνικό ~. Ελεύθερο ~, που αναφέρεται σε κάθε είδους και γενικού ενδιαφέροντος έκτακτο και επίκαιρο γεγονός ή θέμα. Ραδιοφωνικό / τηλεοπτικό ~. Έκανε ένα ~ για την εγκληματικότητα. Φωτογραφικό ~.
[λόγ. < γαλλ. reportage]
- ρεπόρτερ ο [repórter] θηλ. ρεπόρτερ [repórter] Ο (άκλ.) : δημοσιογράφος που έργο του έχει τη συλλογή και την παρουσίαση ειδήσεων: Οι ~ των εφημερίδων / του ραδιοφώνου / της τηλεόρασης. Ελεύθερος ~, που δεν ασχολείται με ορισμένου ενδιαφέροντος θέματα.
[λόγ. < αγγλ. reporter· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]



