Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: %πορ%
320 items total [251 - 260]
πορτρέτο το [portréto] Ο39 : 1. η προσωπογραφία: Ένας γνωστός ζωγράφος φιλοτέχνησε το ~ της. 2. (μτφ.) η συνολική εικόνα, η προσωπικότητα ενός ατόμου, που συντίθεται από επί μέρους στοιχεία και από γενικά ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά· προφίλ: H δημοσιογράφος συνέθεσε το (καλλιτεχνικό) ~ του διάσημου σκηνοθέτη.

[λόγ. < γαλλ. portrait -ον (ορθογρ. δαν.)]

πορφύρα η [porfíra] Ο25 : 1. χρωστική ουσία βαθυκόκκινου χρώματος (με ιώδεις αποχρώσεις) που έπαιρναν οι αρχαίοι από ένα είδος κοχυλιού. 2α. το ύφασμα και ιδίως το ένδυμα που είναι βαμμένο με αυτό το χρώμα και που αποτελούσε την επίσημη στολή βασιλιάδων και (βυζαντινών) αυτοκρατόρων: Ο αυτοκράτορας παρουσιάστηκε ντυμένος στην ~. β. η αυτο κρατορική εξουσία. 3. το είδος του κοχυλιού από το οποίο έπαιρναν την ομώνυμη χρωστική ουσία. 4. (ιατρ.) είδος δερματοπάθειας με τη μορφή κόκκινων κηλίδων.

[λόγ. < αρχ. πορφύρα]

πορφυρένιος -α -ο [porfirénos] Ε4 : πορφυρός.

[λόγ. < μσν. πορφυρένιος < πορφύρ(α) -ένιος]

πορφυρίζω [porfirízo] Ρ2.1α : έχω ή αποκτώ βαθύ κόκκινο χρώμα: Ο ήλιος πορφύριζε στη δύση.

[λόγ. < ελνστ. πορφυρίζω]

πορφυρογέννητος -η -ο [porfirojénitos] Ε5 : τίτλος των παιδιών των βυζαντινών αυτοκρατόρων που γεννιούνταν ενώ ήδη βασίλευαν οι γονείς τους.

[λόγ. < μσν. πορφυρογέννητος < πορφύρ(α) -ο- + γεννη- (γεννώ) -τος]

πορφυρός -ή -ό [porfirós] Ε1 : που έχει βαθύ κόκκινο χρώμα: Ο ήλιος στη δύση του γίνεται ~. || (ως ουσ.) το πορφυρό, το βαθύ κόκκινο χρώμα: Aπό την ανάμειξη του κόκκινου και του γαλάζιου παράγεται το πορφυρό και το μοβ.

[λόγ. < αρχ. πορφυρ(οῦς) μεταπλ. -ός]

πορφυρόχρωμος -η -ο [porfiróxromos] Ε5 : που έχει βαθύ κόκκινο χρώ μα.

[λόγ. < ελνστ. πορφυρό(χρους) -χρωμος για προσαρμ. στη δημοτ.]

πορώδης -ης -ες [poróδis] Ε11 : που έχει, που είναι γεμάτος πόρους: Πορώδες χαρτί / υλικό / πέτρωμα. || (ως ουσ.) το πορώδες, η ιδιότητα ενός σώματος, ενός υλικού να έχει πόρους: Tο πορώδες του εδάφους επιτρέπει την απορρόφηση των υδάτων.

[λόγ. < μσν. πορώδης < πόρ(ος) 1 -ώδης]

πρεταπορτέ το [prétaporté] Ο (άκλ.) : για ρούχα μαζικής παραγωγής, που το ύφασμά τους έχει κοπεί και ραφτεί με βάση κάποια τυποποιημένα μέτρα και μεγέθη· έτοιμο ρούχο. || (ως επίθ.): Επίδειξη ρούχων ~.

[λόγ. < γαλλ. prêt-a-porter]

προπορεία η [proporía] Ο25 : (τεχνολ.) η ρύθμιση που καθορίζει την παραγωγή του σπινθήρα, πριν να φτάσει το έμβολο στο άνω νεκρό σημείο (μέσα στον κύλινδρο μηχανών εσωτερικής καύσης)· αβάνς.

[λόγ. < ελνστ. προπορεία `προηγούμενη πορεία΄ σημδ. γαλλ. avance]

< Previous   1... 24 25 [26] 27 28 ...32   Next >
Go to page:Go