Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 209 εγγραφές [151 - 160] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πόντιση η [póndisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ποντίζω: H ~ της άγκυρας / της νάρκης. Πλοίο ειδικό για την ~ καλωδίων.
[λόγ. ποντι- (ποντίζω) -σις > -ση]
- πόντισμα το [póndizma] Ο49 : η πόντιση.
[λόγ. < αρχ. πόντισμα (ιδ. για θυσία που ρίχνεται στη θάλασσα)]
- ποντίφικας ο [pondífikas] Ο5 : τίτλος, ονομασία του πάπα.
[λόγ. < μσν. ποντίφιξ, αιτ. -ικα (στη νέα σημ., σημδ. ιταλ. pontifice) < ελνστ. ποντίφεξ (κατά τον ιταλ. τ. της λ.) < λατ. pontifex `αρχιερέας΄]
- ποντοπορία η [pondoporía] Ο25 : πλους στην ανοιχτή θάλασσα.
[λόγ. ποντοπόρ(ος) -ία (πρβ. ελνστ. ποντοπόρεια, ίδ. σημ.)]
- ποντοπόρος -α -ο [pondopóros] Ε4 : που πλέει, που διαπλέει την ανοιχτή θάλασσα, που πραγματοποιεί υπερπόντια ταξίδια: Ποντοπόρα πλοία.
[λόγ. < αρχ. ποντοπόρος]
- ποντοπορώ [pondoporó] Ρ10.9α : πλέω, διαπλέω την ανοιχτή θάλασσα, πραγματοποιώ υπερπόντια ταξίδια.
[λόγ. < αρχ. ποντοπορῶ]
- πόντος 1 ο [póndos] Ο18 : μεγάλη ανοιχτή θάλασσα, πέλαγος.
[λόγ. < αρχ. πόντος]
- πόντος 2 ο : 1. μονάδα μέτρησης ίση με το ένα εκατοστό του μέτρου, εκατοστό, εκατοστόμετρο: Δέκα πόντοι μήκος, πέντε πόντοι πλάτος και εφτά πόντοι ύψος. Tο μήκος του ψαριού φτάνει τους τριάντα πόντους. H φούστα είναι μερικούς πόντους πάνω από το γόνατο. Είναι ένα μέτρο και εβδομήντα πόντους ψηλός. (έκφρ.) πόντο πόντο: α. σιγά σιγά, δύσκολα, κοπιαστικά: Προχωρούσε πόντο πόντο. β. προσεκτικά, επιμελώς, εξαντλητικά: Ερεύνησαν / έψαξαν την περιοχή πόντο πόντο. στον πόντο, σε απόσταση ενός πόντου, πάρα πολύ κοντά: Πλησίασαν / έφτασαν στον πόντο. 2α. μονάδα μέτρησης ή αξίας σε τυχερά ή τεχνικά παιχνίδια: Kερδίζει όποιος συγκεντρώσει τους περισσότερους πόντους. Ο άσος μετράει έντεκα πόντους και ο βαλές δύο. Tον κέρδισε με διαφορά έναν πόντο. Πόσους πόντους έπιασες; β. μονάδα μέτρησης επιτυχιών ή αξίας σε αθλητικούς αγώνες, συναντήσεις (μπάσκετ, βόλεϊ κτλ.): Ο παίκτης σημείωσε είκοσι / τριάντα / πολλούς πόντους στον αγώνα. Tο παιχνίδι κρίθηκε στον πόντο, με έναν πόντο διαφορά. Προηγείται / χάνει με δέκα πόντους διαφορά. Kάθε καλάθι πέρα από τα 6,25 μέτρα μετράει τρεις πόντους. (έκφρ.) κερδίζω / παίρνω πόντους, σημειώνω επιτυχία, βελτιώνω τη θέση μου, ανέρχομαι: M΄ αυτή του την ενέργεια / πρωτοβουλία / κίνηση κέρδι σε πολλούς πόντους. 3. μικρή θηλιά που γίνεται με τη βελόνα στο πλέξιμο ή με μηχανικό τρόπο: Tης έφυγε ένας ~ από την κάλτσα. Mετράει τους πόντους στο πλεχτό. ΦΡ ρίχνω / πετάω πόντους, κάνω υπαινιγμούς, βολιδοσκοπώ.
[βεν. ponto -ς]
- ποντς το [pónts] Ο (άκλ.) : είδος κοκτέιλ που παρασκευάζεται με χυμό φρούτων, ζάχαρη, ζεστό νερό, μυρωδικά και κάποιο αλκοολούχο ποτό, συνήθ. κρασί ή ρούμι.
[λόγ. επίδρ. στη λ. πόντσι < ιταλ. ponc(e) -ι < αγγλ. punch (ίσως από τα ινδικά)]
- πόντσο το [póntso] Ο (άκλ.) : είδος επανωφοριού των ινδιάνων της Kεντρικής και Nότιας Aμερικής. || αντίστοιχο ένδυμα τετράγωνου ή στρόγγυλου σχήματος, χωρίς μανίκια, με άνοιγμα στη μέση για το κεφάλι, που πέφτει ελεύθερα πάνω στο σώμα και που φοριέται ως επανωφόρι ιδίως από γυναίκες και παιδιά: ~ μάλλινο / πολύχρωμο / με κρόσια.
[αγγλ. poncho < ισπαν. poncho (από γλ. των Ινδιάνων)]



