Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
209 εγγραφές [141 - 150] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ποντίκι 3 το : (τεχν.) μικρή συσκευή συνδεδεμένη σε ηλεκτρονικό υπολογιστή με την οποία εκτελούνται διάφοροι χειρισμοί.
[< ποντίκι 1 σημδ. αγγλ. mouse]
- ποντικοκούραδο το [pondikokúraδo] Ο41 : τα περιττώματα του ποντικού. || (προφ., μειωτ.) για κτ. πολύ μικρό σε μέγεθος: Kάτι ελιές (σαν) ποντικοκούραδα.
[ποντικ(ός) -ο- + κουράδ(ι) -ο]
- ποντικομαμή η [pondikomamí] Ο29 : (σκωπτ.) 1. χαρακτηρισμός για άνθρωπο πονηρό, δόλιο, που μηχανεύεται, που ψάχνει και δημιουργεί ζητήματα, σκάνδαλα και προκαλεί επεισόδια. 2. ως φυσιογνωμικό χαρακτηριστικό, για άνθρωπο μικροκαμωμένο και ζαρωμένο ή που τα χαρακτηριστικά του προσώπου του θυμίζουν ποντίκι.
[ποντικ(ός) -ο- + μαμή]
- ποντικοπαγίδα η [pondikopajíδa] Ο26 : παγίδα με ειδικό μηχανισμό για τη σύλληψη, την παγίδευση ποντικών· φάκα.
[μσν. ποντικοπαγίδα < ποντικ(ός) -ο- + παγίδα]
- ποντικός ο [pondikós] Ο17 θηλ. ποντικίνα [pondi
ína] Ο26 : 1. το ποντίκι 1. ΦΡ πιάστηκε σαν τον ποντικό στη φάκα*. ΠAΡ Ο ~ στην τρύπα δε χωρεί και κολοκύθια κουβαλεί, για όσους αναλαμβάνουν υποχρεώσεις ή κάνουν ενέργειες που ξεπερνούν τις δυνάμεις τους. 2. (μτφ.) διαρρήκτης: Συνελήφθη ~ των ξενοδοχείων. [μσν. ποντικός < αρχ. Ποντικός μῦς `ένα είδος νυφίτσας΄ (μῦς: `ποντικός΄, Ποντικός `από τον Πόντο, τη Mαύρη Θάλασσα΄)· ποντικ(ός) -ίνα]
- ποντικότρυπα η [pondikótripa] Ο27α : 1. άνοιγμα, τρύπα που αποτελεί την είσοδο φωλιάς ποντικιού. || (επέκτ.) η φωλιά του ποντικιού. 2. (μτφ.) πολύ μικρός, στενός χώρος: Διαμερίσματα (σαν) ποντικότρυπες.
[ποντικ(ός) -ο- + τρύπα]
- ποντικοφαγωμένος -η -ο [pondikofaγoménos] Ε3 : που τον έχει δαγκάσει, φθείρει, τρυπήσει ποντίκι: Ψωμί / τυρί / ρούχο / βιβλίο ποντικοφαγωμένο. H άκρη της κουρτίνας έχει φθαρεί και είναι σαν ποντικοφαγωμένη.
[ποντικ(ός) -ο- + φαγωμένος μππ. του τρώω]
- ποντικοφάρμακο το [pondikofármako] Ο41 : ονομασία δηλητηριωδών ουσιών για την εξολόθρευση ποντικιών: Aγόρασε μια σακούλα ~. Tου έριξε στο φαΐ ~ και τον δηλητηρίασε.
[μσν. ποντικοφάρμακον < ποντι κ(ός) -ο- + φάρμακον]
- ποντικοφωλιά η [pondikofolá] Ο24 : η φωλιά ποντικιών.
[ποντικ(ός) -ο- + φωλιά]
- Πόντιος ο [póndios] Ο20α θηλ. Πόντια [póndia] Ο27α & Ποντία [pondía] Ο25α : ο κάτοικος του Πόντου ή συνήθ. αυτός που κατάγεται από τον Πόντο. || (ως επίθ.): Πόντιοι ποδοσφαιριστές. Σύλλογος ποντίων κυριών.
[λόγ. < τοπων. Πόντ(ος) -ιος (διαφ. το αρχ. πόντιος `θαλασσινός΄), πρβ. αρχ. ποντικός `από την περιοχή του Πόντου΄, που όμως δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, γιατί θύμιζε τη σημερ. λ. ποντικός· Πόντι(ος) -α· λόγ. Πόντ(ιος) -ία]