Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %πον%
209 εγγραφές [131 - 140]
ποντάρισμα 2 το : (τεχν.) η ενέργεια, η πράξη του ποντάρω 2. 1. η χάραξη ή το σημάδεμα μιας μεταλλικής επιφάνειας με την πόντα: Kατά το ~ η μύτη της πόντας πρέπει να έχει τη σωστή κλίση. 2. η συγκόλληση μεταλλικών επιφανειών.

[πονταρισ- (ποντάρω) 2 -μα]

ποντάρω 2 -ομαι : (τεχν.) 1. χαράζω, σημαδεύω μια μεταλλική επιφάνεια: H μύτη της πόντας πρέπει να είναι κάθετη προς την επιφάνεια που θέλουμε να ποντάρουμε. 2. συγκολλώ μεταλλικές επιφάνειες, εφαρμόζω κατάλληλα το ηλεκτρόδιο πάνω στις προς συγκόλληση επιφάνειες.

[βεν. ή παλ. ιταλ. pontar(e) ]

ποντάρω 1 [pondáro] -ομαι Ρ6 : 1. καταθέτω, στοιχηματίζω ένα χρηματικό ποσό συμμετέχοντας σε τυχερά κυρίως παιχνίδια και επιδιώκοντας (το) κέρδος: Ποντάρισα ένα χιλιάρικο στον άσο. ~ σ΄ έναν αριθμό της ρουλέτας / σ΄ ένα άλογο του ιπποδρόμου / σε μια ζαριά. 2. (μτφ.) βασίζομαι, υπολογίζω σε κτ. (κρίνοντας ότι μου παρέχει πιθανότητες επιτυχίας): Πολλές ταινίες ποντάρουν στο θέαμα, για να προσελκύσουν θεατές. Ο προπονητής ποντάρει στην άμυνα της ομάδας, για να νικήσει τον αντίπαλο.

[παλ. ιταλ. pontar(e) ]

πόντζα [póndza] & μπότζα [bódza] (άκλ.) : (ναυτ.) παράγγελμα με το οποίο απομακρύνεται η πλώρη του πλοίου από τη διεύθυνση κατά την οποία φυσάει ο άνεμος. ANT όρτσα. || (ως επίρρ.): Tο καράβι ταξιδεύει ~.

[βεν. bozza `σκοινί που σφίγγουν τη γούμενα΄ και αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα & bozza προστ. του ρ. bozzar `δένω τη γούμενα΄]

ποντζάρω [pondzáro] & μποτζάρω [bodzáro] Ρ6α : (ναυτ.) οδηγώ ένα πλοίο με τρόπο που η πλώρη του να σχηματίζει γωνία ως προς τη διεύθυνση του ανέμου. ANT ορτσάρω. || Ποντζάρει το καράβι, κινείται με τρόπο που η πλώρη του να σχηματίζει γωνία ως προς τη διεύθυνση του ανέμου.

[βεν. bozzar και αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς τη λ. πόντζα]

ποντιακός -ή -ό [pondiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε Πόντιους: Ποντιακή λύρα. Ποντιακοί χοροί. Ποντιακά ανέκδοτα, με περιεχόμενο περιπαικτικό για τους Πόντιους. Ποντιακή διάλεκτος. || (ως ουσ.) τα ποντιακά, η ποντιακή, η ποντιακή διάλεκτος. ποντιακά ΕΠIΡΡ στην ποντιακή διάλεκτο: Iστορίες γραμμένες ~.

[λόγ. Πόντι(ος) -ακός]

ποντίζω [pondízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) ρίχνω, βυθίζω κτ. στη θάλασσα: ~ καλώδια / νάρκες / την άγκυρα του πλοίου. Tο υποβρύχιο προσέκρουσε σε ποντισμένη νάρκη.

[λόγ. < αρχ. ποντίζω]

ποντικί [pondikí] Ε (άκλ.) : που το χρώμα του είναι απόχρωση του γκρίζου. || (ως ουσ.) το ποντικί, το ποντικί χρώμα.

[ποντίκ(ι) 1 4]

ποντίκι 1 το [pondíki] Ο44 : μικρό συνήθ. γκρίζο θηλαστικό ζώο, που ανήκει στα τρωκτικά, έχει μυτερό ρύγχος και μακριά, λεπτή ουρά και ζει στα σπίτια, στις πόλεις ή στους αγρούς: Aρσενικό / θηλυκό / μικρό / μεγάλο / γκρίζο ~. Λευκό ~, ποικιλία που χρησιμοποιείται ως πειραματόζωο. H ουρά / η μουσούδα / η τρύπα / η φωλιά του ποντικιού. H γάτα κυνήγησε / έπιασε / έφαγε ένα ~. Tο ~ πιάστηκε στην παγίδα. Tο σπίτι μας γέμισε ποντίκια. Tο ~ ροκανίζει ένα κομμάτι τυρί. (έκφρ.) κάηκαν σαν τα ποντίκια, χωρίς να μπορέσουν να αντιδράσουν ή να διαφύγουν. όπως τα ποντίκια το πλοίο (που βυθίζεται), αποχωρώ, φεύγω από κάπου έγκαιρα διαβλέποντας κίνδυνο, καταστροφή: Οι βουλευτές άρχισαν να εγκαταλείπουν το κυβερνητικό κόμμα όπως τα ποντίκια το πλοίο. ΦΡ σαν τη γά τα* με το ~. ΠAΡ Όταν λείπει η γάτα*, χορεύουν τα ποντίκια. || (στρατ., οικ.) για νεοσύλλεκτο στρατιώτη. ποντικάκι το YΠΟKΟΡ. ποντίκαρος ο MΕΓΕΘ. πόντικας ο MΕΓΕΘ.

[μσν. ποντίκιν υποκορ. του ποντικός· ποντίκ(ι) -αρος, -ας]

ποντίκι 2 το : (οικ.) 1. γυμνασμένος μυς του ανθρώπινου σώματος, κυρίως του μπράτσου· μούσκουλο: Φούσκωσαν τα ποντίκια των μπράτσων του. Σώμα καλογυμνασμένο, γεμάτο ποντίκια. 2. (για κρέας) τμήμα από το κάτω μέρος του ποδιού (συνήθ. μοσχαριού).

[< ποντίκι 1 (σύγκρ. αρχ. μῦς, ίδ. σημ.)]

< Προηγούμενο   1... 12 13 [14] 15 16 ...21   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες