Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
209 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαλείπων -ουσα -ον [δialípon] Ε12 : (λόγ., επιστ.) που δεν είναι συνεχής: ~ φάρος, που αναβοσβήνει. || (ιατρ.) ~ πυρετός. Διαλείπουσα χωλότητα.
[λόγ. < αρχ. διαλείπων μεε. του ρ. διαλείπω `αφήνω κενό΄]
- δίποντο το [δípondo] Ο41 : (αθλ.) στο μπάσκετ, καλάθι δύο πόντων: Το καλάθι μέτρησε τελικά για ~ . || (ως επίθ.): ~ καλάθι.
[δι-1 + πόντ(ος) -ο, ουδ. του -ος (ενν. καλάθι)]
- εκλιπών -ούσα -όν [eklipón] Ε12α : (λόγ., κυρ. ως ουσ.) ως συναισθηματικά ουδέτερη αναφορά σε συγκεκριμένο πρόσωπο που έχει πεθάνει· αποθανών, μεταστάς, κεκοιμημένος· (πρβ. μακαρίτης, συχωρεμένος).
[λόγ. < αρχ. ἐκλιπών μτχ. ενεργ. αορ. του ἐκλείπω]
- εκπόνηση η [ekpónisi] Ο33 : εκτέλεση έργου που απαιτεί πνευματική προσπάθεια και επιμελή εργασία: ~ μελέτης / διατριβής / σχεδίου / προγράμματος.
[λόγ. εκπονη- (εκπονώ) -σις > -ση]
- εκπονώ [ekponó] -ούμαι Ρ10.9 : κατασκευάζω, παρασκευάζω και επεξεργάζομαι ως το τέλος ένα έργο που απαιτεί πνευματική προσπάθεια και επιμελή εργασία: ~ μελέτη / σύγγραμμα / διατριβή / σχέδιο / πρόγραμμα.
[λόγ. < αρχ. ἐκπονῶ `επεξεργάζομαι΄ & σημδ. γαλλ. élaborer]
- ελλείπων -ουσα -ον [elípon] Ε12 : (λόγ.) που ελλείπει, που δε βρίσκεται στην αναμενόμενη θέση: Tο ελλείπον τμήμα του χειρογράφου.
[λόγ. < αρχ. ἐλλείπων μεε. του ἐλλείπω]
- εξυπονοείται [eksiponoíte] Ρ (στο γ' πρόσ., μόνο στο ενεστ. θ.) : εννοείται ως συμπέρασμα χωρίς να λέγεται ευθέως: ~ ότι θα εξοφλήσεις το δάνειο. Aυτά εξυπονοούνται.
[λόγ. εξ- υπονοείται (διαφ. το ελνστ. ἐξυπο νοῶ `υποψιάζομαι΄)]
- επιβλέπων -ουσα -ον [epivlépon] Ε12 : που επιβλέπει, που ελέγχει και καθοδηγεί έτσι ώστε κτ., ιδίως ορισμένη εργασία, να γίνεται σωστά: ~ μηχανικός. ~ καθηγητής, που επιβλέπει τη σύνταξη μιας διδακτορικής διατριβής ή μιας μεταπτυχιακής εργασίας. || (ως ουσ.).
[λόγ. μεε. του επιβλέπω μτφρδ. γαλλ. superviseur & αγγλ. supervisor]
- επίπονος -η -ο [epíponos] Ε5 : που γίνεται με πολύ μεγάλο κόπο, που προκαλεί πολύ μεγάλη κούραση: Επίπονη εργασία / προσπάθεια. Επίπονες γυμναστικές ασκήσεις.
[λόγ. < αρχ. ἐπίπονος]
- επονείδιστος -η -ο [eponíδistos] Ε5 : (λόγ.) που προκαλεί όνειδος στον άνθρωπο, που τον ντροπιάζει ή τον γελοιοποιεί: Επονείδιστη πράξη / συμπεριφορά. Επονείδιστοι όροι μιας συνθήκης.
[λόγ. < αρχ. ἐπονείδιστος]