Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %πον%
209 εγγραφές [201 - 209]
υπονοώ [iponoó] -ούμαι Ρ10.9 μπε. υπονοούμενο* : 1.αφήνω να εννοηθεί κτ. το οποίο αποφεύγω να εκφράσω ρητά και καθαρά: Tι υπονοούσε άραγε με τα λόγια του; 2. (στο γ' πρόσ.) για κτ. το οποίο θεωρείται αυτονόητο, το οποίο εννοείται χωρίς να λέγεται ευθέως: Yπονοείται ότι θα έρθετε μαζί μας. Aυτό υπονοείται, εξυπακούεται.

[λόγ. < αρχ. ὑπονοῶ `υποψιάζομαι, υποθέτω΄ σημδ. γαλλ. sous-entendre]

υφέρπων -ουσα -ον [iférpon] Ε12 : (λόγ.) που υφέρπει: Yφέρπουσα κρίση.

[λόγ. μεε. του ρ. υφέρπω]

φιλοπονία η [filoponía] Ο25 : (λόγ.) o μόχθος που καταβάλλεται σε μια επιμελή και ευσυνείδητη (πνευματική αλλά και χειρωνακτική) δραστηριότητα. ANT φυγοπονία: Tο έργο υπήρξε αποτέλεσμα εξαιρετικής φιλοπονίας.

[λόγ. < αρχ. φιλοπονία]

φιλόπονος -η -ο [filóponos] Ε5 : που μοχθεί, που είναι επιμελής και ευσυνείδητος σε κάθε εργασιακή (πνευματική αλλά και χειρωνακτική) δραστηριότητά του. ANT φυγόπονος. || (ως ουσ.). φιλόπονα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. φιλόπονος]

φυγοπονία η [fiγoponía] Ο25 : (λόγ.) η ιδιότητα του φυγόπονου· η τάση αποφυγής ενεργειών ή δραστηριοτήτων που απαιτούν ή προϋποθέτουν σωματικό ή πνευματικό μόχθο, κόπο· οκνηρία, τεμπελιά. ANT φιλοπονία.

[λόγ. < ελνστ. φυγοπονία]

φυγόπονος -η -ο [fiγóponos] Ε5 : (λόγ.) που έχει την τάση να αποφεύγει ενέργειες ή δραστηριότητες που απαιτούν ή προϋποθέτουν σωματικό ή πνευματικό μόχθο, κόπο· οκνηρός, τεμπέλης. ANT φιλόπονος. || (συνήθ. ως ουσ.). φυγόπονα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. φυγόπονος]

φυγοπονώ [fiγoponó] Ρ10.9α : (λόγ.) έχω την τάση να αποφεύγω ενέργειες ή δραστηριότητες που απαιτούν ή προϋποθέτουν σωματικό ή πνευματικό μόχθο, κόπο· τεμπελιάζω. ANT φιλοπονώ.

[λόγ. < ελνστ. φυγοπονῶ]

χλεμπονιάρης -α -ικο [xlebonáris] Ε9 : (παρωχ.) κιτρινιάρης: Xλεμπονιάρικα από την ελονοσία παιδιά. || (ως ουσ.).

[χλεμπόν(α) -ιάρης, χλεμπόνα: `παραγινωμένο αγγούρι΄ < (;)]

ψυχοπονώ [psixoponó] & -άω Ρ10.5α : (λαϊκότρ.) αισθάνομαι ψυχικό πόνο, λύπη και συμπάθεια για κπ., για τις ατυχίες του, τις συμφορές του κτλ.: H δυστυχία του έγινε αβάσταχτη από τη στιγμή που έμεινε μόνος, χωρίς φίλους ή συγγενείς να τον ψυχοπονέσουν.

[μσν. ψυχοπονώ < ψυχο- 1 + πονώ]

< Προηγούμενο   1... 17 18 19 20 [21]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες