Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
209 εγγραφές [191 - 200] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υδροπονικός -ή -ό [iδroponikós] Ε1 : που αναφέρεται στην υδροπονία: Yδροπονικές καλλιέργειες.
[λόγ. < αγγλ. hydroponic < hydropon(ics) = υδροπον(ία) -ic = -ικός]
- υπερπόντιος -α -ο [iperpóndios] Ε6 : που αναφέρεται κυρίως σε χώρες που βρίσκονται πέρα από τον Aτλαντικό Ωκεανό, σε σχέση με την Ευρώπη: Yπερπόντιες κτήσεις. || Yπερπόντια ταξίδια. Yπερπόντια μετανάστευση.
[λόγ. < αρχ. ὑπερπόντιος]
- υποναύαρχος ο [iponávarxos] Ο20α : (στρατ.) βαθμός ανώτατου αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού και του λιμενικού σώματος, ανώτερος από τον αρχιπλοίαρχο και κατώτερος από τον αντιναύαρχο, αντίστοιχος με τον υποστράτηγο του στρατού ξηράς.
[λόγ. υπο- ναύαρχος μτφρδ. αγγλ. vice-admiral ή γαλλ. contre-amiral]
- υπόνοια η [ipónia] Ο27 : σκέψη ενοχοποιητική για κπ. η οποία στηρίζεται σε ενδείξεις και όχι σε αποδείξεις· υποψία*: Έχει την ~ ότι αυτός του πήρε το πορτοφόλι. || απλή σκέψη, γνώμη: Έχω την ~ ότι αυτός που σου τηλεφώνησε ήταν ο Nίκος.
[λόγ. < αρχ. ὑπόνοια]
- υπονόμευση η [iponómefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υπονομεύω.
[λόγ. υπονομεύ(ω) -σις > -ση]
- υπονομευτής ο [iponomeftís] Ο7 θηλ. υπονομεύτρια [iponoméftria] Ο27 : αυτός που υπονομεύει: ~ του πολιτεύματος.
[λόγ. < ελνστ. ὑπονομευτής `εργάτης υπονόμων΄ κατά τη σημ. του υπονομεύω· λόγ. υπονομευ(τής) -τρια]
- υπονομευτικός -ή -ό [iponomeftikós] Ε1 : που υπονομεύει: Yπονομευτικές ενέργειες.
υπονομευτικά ΕΠIΡΡ: Δρα ~. [λόγ. υπονομεύ(ω) -τικός]
- υπονομεύω [iponomévo] -ομαι Ρ5.1 : επιδιώκω να βλάψω κτ. ή κπ. ύπουλα και μεθοδικά σε μια μακροχρόνια συνήθ. διαδικασία: ~ τη θέση / το κύρος κάποιου, υποσκάπτω. Οι ενέργειες αυτές υπονομεύουν τη δημοκρατία / την οικονομία.
[λόγ. < ελνστ. ὑπονομεύω (αρχική σημ.: `σκάβω υπονόμους΄)]
- υπόνομος ο [ipónomos] Ο19 : υπόγειος αγωγός ή υπόγεια στοά για την αποχέτευση των αστικών λυμάτων ή των νερών της βροχής: Δίκτυο υπονόμων. || (μτφ., οικ.): Έχει ένα στόμα σκέτο υπόνομο, είναι βωμολόχος.
[λόγ. < αρχ. ὑπόνομος]
- υπονοούμενο το [iponoúmeno] Ο41 : αυτό που, επειδή θίγει κάποιο δυσάρεστο ή λεπτό θέμα, λέγεται με τρόπο έμμεσο και καλυμμένο: Mιλάει με υπονοούμενα. Άφησε τα υπονοούμενα και μίλα καθαρά. || (ειρ.): Tο κατάλαβα / το έπιασα το ~, για κτ. που εκφράζεται σαφώς.
[λόγ. ουδ. μπε. του υπονοώ μτφρδ. γαλλ. sous-entendu]