Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 36 εγγραφές [31 - 36] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πομπός ο [pombós] Ο17 : 1. συσκευή ή εγκατάσταση που μετατρέπει (ακουστικά, οπτικά κτλ.) σήματα, πληροφορίες κτλ. σε ηλεκτρομαγνητικά κύματα και τα εκπέμπει στο χώρο. ANT δέκτης: ~ μεγάλης / μικρής ισχύος. ~ υψηλών συχνοτήτων. Iσχυρός / ασθενής ~. || Ραδιοφωνικός / τηλεοπτικός ~. Tο πρόγραμμα αναμεταδίδεται από όλους τους πομπούς της χώρας. Ο ~ μεταδίδει στα μεσαία / στα μακρά / στα FM. || (επέκτ.) αυτός που στέλνει, που εκπέμπει κτ.: Tα κόμματα είναι πομποί πολιτικών και κοινωνικών μηνυμάτων. || (στην παραψυχολογία) αυτός που επιχειρεί να μεταβιβάσει τηλεπαθητικά ένα μήνυμα σε άλλα άτομα. 2. (γλωσσ., πληροφ.) το τμήμα μιας επικοινωνιακής αλυσίδας, το οποίο εκπέμπει πληροφορίες: H επικοινωνιακή αλυσίδα αποτελείται από τον πομπό, το μήνυμα και το δέκτη.
[λόγ. < αρχ. πομπός `οδηγός΄ κατά τη σημ. του εκπέμπω, σημδ. γαλλ. émetteur]
- πομπώδης -ης -ες [pombóδis] Ε11 : που είναι γεμάτος στόμφο, υπερβολή· που τον χαρακτηρίζει κούφια μεγαλοπρέπεια και επίδειξη, η οποία πλησιάζει τη γελοιότητα: Πομπώδη λόγια. Πομπώδες ύφος.
πομπωδώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. πομπ(ή) -ώδης μτφρδ. γαλλ. pompeux (< υστλατ. pomposus < pompa < αρχ. πομπή)· λόγ. πομπώδ(ης) -ώς]
- προπομπός ο [propombós] Ο17 : αυτός που έχει σταλεί, που φτάνει πριν από κπ. ή από κτ. που ακολουθεί ή αυτός που η εμφάνισή του προαναγγέλλει κτ.: Tα χελιδόνια είναι οι προπομποί της άνοιξης. || (στρατ.) το προπορευόμενο κλιμάκιο της εμπροσθοφυλακής.
[λόγ. < αρχ. προπομπός `συνοδός΄]
- ραδιοπομπός ο [raδiopombós] Ο17 : πομπός ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων που χρησιμοποιείται για την αποστολή σημάτων και μηνυμάτων.
[λόγ. ραδιο- 1 + πομπός μτφρδ. αγγλ. radio transmitter]
- σμπόμπα η [zbómba] Ο25α : παλαιότερη ονομασία για το σκασιαρχείο, στη μαθητική γλώσσα.
[ιταλ. sbobba `μανέστρα με άσχημη γεύση΄ (ίσως από συνήθεια των παιδιών κατά την Kατοχή να φεύγουν απ΄ το σχολείο, για να βρουν τροφή κοντά σε στρατόπεδο)]
- ψυχοπομπός ο [psixopombós] Ο17 : στην αρχαία ελληνική μυθολογία επίθετο του Xάρωνα και του Ερμή, που συνόδευαν τις ψυχές των νεκρών ως τον Άδη.
[λόγ. < αρχ. ψυχοπομπός]



