Dictionary of Standard Modern Greek
| 54 items total [41 - 50] | << First < Previous Next > Last >> |
- πλαστίνη η [plastíni] Ο30 : η κυριότερη λευκωματώδης ουσία του πρωτοπλάσματος των κυττάρων.
[λόγ. < γερμ. Ρlastin (-in = -ίνη) < αρχ. θ. πλαστ- (πλάθω)]
- πλαστογράφημα το [plastoγráfima] Ο49 : το πλαστό, το παραποιημένο έγγραφο, κείμενο.
[λόγ. < μσν. πλαστογράφημα < πλαστογραφη- (πλαστογραφώ) -μα]
- πλαστογράφηση η [plastoγráfisi] Ο33 : 1. η ενέργεια του πλαστογραφώ, η πλαστογραφία: H ~ υπογραφής τιμωρείται από το νόμο. Kατηγορήθη κε για ~ εγγράφου. 2. (μτφ.) σκόπιμη διαστρέβλωση (προφορική ή γραπτή) της αλήθειας: ~ της ιστορίας / των γεγονότων.
[λόγ. πλαστογραφη- (πλαστογραφώ) -σις > -ση]
- πλαστογραφία η [plastoγrafía] Ο25 : 1. η δόλια απομίμηση της γραφής ή και της υπογραφής κάποιου με σκοπό το κέρδος, το όφελος: Εισέπραξε τα χρήματα της επιταγής κάνοντας ~. 2. (νομ.) η κατασκευή πλαστού κειμένου, εγγράφου είτε εξ ολοκλήρου είτε με αλλοίωση του γνήσιου: Kατηγορήθηκε / καταδικάστηκε για ~. 3. η πλαστογράφηση.
[λόγ. < ελνστ. πλαστογραφία]
- πλαστογράφος ο [plastoγráfos] Ο18 θηλ. πλαστογράφος [plastoγráfos] Ο35 : αυτός που πλαστογραφεί κτ., που διαπράττει πλαστογραφία: Συνελήφθησαν οι πλαστογράφοι. || (μτφ.): Πλαστογράφοι της ιστορίας / της αλήθειας, διαστρεβλωτές.
[λόγ. < ελνστ. πλαστογράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- πλαστογραφώ [plastoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. κάνω, διαπράττω πλαστογραφία: Πλαστογράφησε την υπογραφή του συνεταίρου του, για να εισπράξει την επιταγή. Πλαστογράφησαν δημόσια έγγραφα. 2. (μτφ.) διαστρέφω σκόπιμα (γραπτά ή προφορικά) την αλήθεια: Πλαστογράφησαν την ιστορία / τα γεγονότα.
[λόγ. < ελνστ. πλαστογραφῶ]
- πλαστοπροσωπία η [plastoprosopía] Ο25 : η εμφάνιση κάποιου στη θέση και με την ταυτότητα άλλου προσώπου με σκοπό να εξαπατήσει, να αποκομίσει αθέμιτο κέρδος ή όφελος. || (νομ.) η απάτη, το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας: Kαταδικάστηκε για ~.
[λόγ. πλαστ(ός) -ο- + πρόσωπ(ον) -ία κατά το πλαστογραφία]
- πλαστός -ή -ό [plastós] Ε1 : 1. που είναι κατασκευασμένος με απομίμηση ή παραποίηση του γνήσιου, με σκοπό την εξαπάτηση, την αποκόμιση αθέμιτου κέρδους, οφέλους: Πλαστά χαρτονομίσματα / έγγραφα / διαβατήρια / έργα τέχνης. 2. που είναι πλασμένος, επινοημένος από τη φαντασία, μη πραγματικός, φτιαχτός, ψευδής: Πλαστή αφήγηση / ιστορία. || Πλαστή ευγένεια.
[αρχ. πλαστός, αρχική σημ.: `πλασμένος με καλούπι΄]
- πλαστότητα η [plastótita] Ο28 : η ιδιότητα του πλαστού: Ύστερα από έρευνα διαπιστώθηκε η ~ των εγγράφων.
[λόγ. πλαστ(ός) -ότης > -ότητα]
- πλαστουργός ο [plasturγós] Ο17 : (λογοτ.) ιδίως για το Θεό, ως δημιουργό του κόσμου, του σύμπαντος.
[λόγ. < ελνστ. πλαστουργός `κατασκευαστής καλουπιών΄]



