Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 54 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γεφυροπλάστιγγα η [jefiroplástiŋga] Ο28 : πλάστιγγα που χρησιμοποιείται για το ζύγισμα φορτωμένων συνήθ. οχημάτων.
[λόγ. γέφυρ(α) -ο- + πλάστ(ιγξ) -ιγγα μτφρδ. γερμ. Brückenwaage]
- γλωσσοπλάστης ο [γlosoplástis] Ο10 θηλ. γλωσσοπλάστρια [γlosoplá stria] Ο27 : αυτός που πλάθει, που δημιουργεί καινούριες, δικές του λέξεις ή τύπους, οι οποίοι πλουτίζουν τη γλώσσα.
[λόγ. γλωσσο- + πλάστης· λόγ. γλωσσοπλάσ(της) -τρια]
- διαπλαστικός -ή -ό [δiaplastikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη διάπλαση: Ο ~ ρόλος της παιδείας.
[λόγ. < ελνστ. διαπλαστικός]
- ειδωλοπλαστική η [iδoloplastikí] Ο29 : (αρχαιολ.) η τέχνη της κατασκευής ειδωλίων: Πρωτοκυκλαδική ~.
[λόγ. είδωλ(ον) -ο- + πλαστική, σφαλερά αντί ειδωλιοπλαστική]
- έμπλαστρο το [émblastro] Ο42 : φαρμακευτικό παρασκεύασμα (ύφασμα επιχρισμένο με φαρμακευτικές ουσίες), το οποίο επικολλάται σε πάσχοντα μέρη του σώματος επάνω στο δέρμα, συνήθ. για να καταπραΰνει πόνους.
[ελνστ. ἔμπλαστρος ἡ μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]
- επίπλαστος -η -ο [epíplastos] Ε5 : (λόγ.) (για ανθρώπινη εκδήλωση ή συμπεριφορά) προσποιητός, όχι αληθινός: Επίπλαστη ευγένεια / αταραξία / καλοσύνη. Επίπλαστο χαμόγελο. Επίπλαστη συμπεριφορά.
[λόγ. < ελνστ. ἐπίπλαστος]
- εύπλαστος -η -ο [éfplastos] Ε5 : 1α.για υλικό που πλάθεται εύκολα, που παίρνει εύκολα το επιθυμητό σχήμα με το πλάσιμο ή με άλλη παρόμοια κατεργασία: Ο πηλός είναι ~ / είναι εύπλαστο υλικό. ~ σαν το κερί. β. που είναι καλά σχηματισμένος: Εύπλαστο σώμα, καλλίγραμμο. 2. (μτφ.) που διαμορφώνεται εύκολα με τη διαπαιδαγώγηση: Ο χαρακτήρας των παιδιών είναι ~. Οι νέοι είναι εύπλαστοι. || (ως ουσ.) το εύπλαστο, η ιδιότητα του εύπλαστου: Tο εύπλαστο του υλικού / του χαρακτήρα.
[λόγ. < αρχ. εὔπλαστος]
- ζαχαροπλαστείο το [zaxaroplastío] Ο39 : κατάστημα στο οποίο παρασκευάζονται, πωλούνται ή και σερβίρονται γλυκά: Πήγαινε ως το ~ να αγοράσεις λίγα γλυκά.
[λόγ. ζαχαροπλάστ(ης) -είον]
- ζαχαροπλάστης ο [zaxaroplástis] Ο10 θηλ. ζαχαροπλάστισσα [zaxaroplá stisa] Ο27 & ζαχαροπλάστρια [zaxaroplástria] Ο27 & (λαϊκότρ.) ζαχαροπλάσταινα [zaxaroplástena] Ο27α : ο επαγγελματίας (καταστηματάρχης ή τεχνίτης) που παρασκευάζει ή πουλάει γλυκίσματα. || (θηλ.) ζαχαροπλάσταινα, και για τη σύζυγο του ζαχαροπλάστη.
[λόγ. ζαχαρο- + πλάστης· λόγ. ζαχαροπλάσ(της) -τρια· ζαχαροπλάστ(ης) -ισσα· ζαχαροπλά στ(ης) -αινα]
- ζαχαροπλαστική η [zaxaroplastikí] Ο29 : η τέχνη της παρασκευής γλυκισμάτων: Εργαστήριο ζαχαροπλαστικής. Συνταγές ζαχαροπλαστικής. Είδη ζαχαροπλαστικής. Kρέμα ζαχαροπλαστικής. «Οδηγός μαγειρικής - ζαχαροπλαστικής».
[λόγ. ζαχαροπλάστ(ης) -ική, θηλ. του -ικός]



