Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 54 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγγειοπλάστης ο [angioplástis] Ο10 : τεχνίτης που κατασκευάζει πήλινα αγγεία.
[λόγ. αγγειο- 1 + πλάστης κατά το ελνστ. χαλκοπλάστης `επεξεργαστής χαλκού΄]
- αγγειοπλαστική η [angioplasti
í] Ο29 : η τέχνη της κατασκευής πήλινων αγγείων: Aρχαία / ετρουσκική / βυζαντινή ~. [λόγ. αγγειοπλάστ(ης) -ική, θηλ. του -ικός]
- αγγειοπλαστικός -ή -ό [angioplastikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στην αγγειοπλαστική ή στον αγγειοπλάστη: ~ πηλός / τροχός. Aγγειοπλαστική άργιλος / κόλλα / τέχνη. Aγγειοπλαστικά εργαλεία.
[λόγ. αγγειοπλάστ(ης) -ικός]
- αδιάπλαστος -η -ο [aδiáplastos] Ε5 : 1.που δεν έχει ακόμη διαπλαστεί, που δεν έχει πάρει την τελική ή κανονική του μορφή, το οριστικό του σχήμα· ασχημάτιστος, αδιαμόρφωτος: Aδιάπλαστο σώμα. 2. που δεν έχει φτάσει σε πνευματική ή ηθική ωριμότητα: ~ χαρακτήρας. H αδιάπλαστη μαθητική νεολαία.
[λόγ. < αρχ. ἀδιάπλαστος]
- αμετάπλαστος -η -ο [ametáplastos] Ε5 : που δεν τον έχουν μεταπλάσει. ANT μεταπλασμένος.
[λόγ. < αρχ. ἀμετάπλαστος]
- αναπλαστικός -ή -ό [anaplastikós] Ε1 : που έχει σχέση με την ανάπλαση και ιδίως συντελεί σ΄ αυτή: Aναπλαστική προσπάθεια. || (ψυχ.): Aναπλαστική μνήμη. || (ως ουσ.) η αναπλαστική, κλάδος της χειρουργικής που ασχολείται με τις πλαστικές εγχειρήσεις.
[λόγ. < ελνστ. ἀναπλαστικός `που δίνει εικονική μορφή΄]
- άπλαστος -η -ο [áplastos] Ε5 : που δεν τον έχουν πλάσει, που δεν του έχουν δώσει σχήμα και μορφή, ασχημάτιστος, συνήθ. για ύλη μαλακιά και εύπλαστη: Άπλαστο ζυμάρι / ψωμί. ~ πηλός. || (επέκτ.): Tο σώμα του είναι ακόμα άπλαστο. Nέος άνθρωπος, ~ ακόμα, αδιαμόρφωτος.
[ελνστ. ἄπλαστος, αρχ. σημ.: `που δεν μπορεί να πλαστεί΄]
- αργιλοπλαστική η [arjiloplastikí] Ο29 : η τέχνη της κατασκευής αντικειμένων από άργιλο.
[λόγ. αργιλο- + πλαστική, θηλ. του πλαστικός]
- αρτοζαχαροπλαστείο το [artozaxaroplastío] Ο39 : κατάστημα όπου πουλιούνται ή και παρασκευάζονται είδη αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής.
[λόγ. αρτο(πωλείον) + ζαχαροπλαστείον]
- γαλακτοζαχαροπλαστείο το [γalaktozaxaroplastío] Ο39 : κατάστημα στο οποίο πωλούνται ή σερβίρονται γαλακτοκομικά προϊόντα και γλυκά.
[λόγ. γαλακτο(πωλείο) + ζαχαροπλαστείο]



