Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 53 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -πλασία [plasía] : (ιατρ.) β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει: 1. την ανάπτυξη μέρους του σώματος με τον τρόπο που αναφέρεται ως α' συνθετικό: ιδιο~, κακο~, νεο~, σπληνο~. || σε παραγωγή με προθήματα: δυσ~, υπερ~. 2. την ανάπτυξη του μέρους του σώματος που δηλώνει το α' συνθετικό: οστεο~, οσχεο~.
[λόγ. < νλατ. -plasia < αρχ. πλάσ(ις) `πλάσιμο, διαμόρφωση΄ -ia = -ία ως β' συνθ.: νεο-πλασία < γαλλ. néoplasie]
- -πλάσιος -πλάσια -πλάσιο [plásios] : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο, συγκρινόμενο με κάποιο άλλο, είναι μεγαλύτερο ή περισσότερο τόσες φορές όσες εκφράζει η πρωτότυπη λέξη (συνήθ. απόλυτο αριθμητικό)· (πρβ. -πλός): διπλάσιος, τριπλάσιος, τετραπλάσιος, δεκαπλάσιος. || πολλαπλάσιος.
[λόγ. < αρχ. -πλάσιος: αρχ. δι-πλάσιος, πολλα-πλάσιος]
- αδιπλασίαστος -η -ο [aδiplasíastos] Ε5 : που δε διπλασιάστηκε. ANT διπλασιασμένος: Aδιπλασίαστα ποσά.
[λόγ. < μσν. αδιπλασίαστος < α- 1 διπλασιασ- (διπλασιάζω) -τος]
- αναδιπλασιάζω [anaδiplasiázo] -ομαι Ρ2.1 : (γραμμ.) κάνω αναδιπλασιασμό.
[λόγ. < ελνστ. ἀναδιπλασιάζω]
- αναδιπλασιασμός ο [anaδiplasiazmós] Ο17 : (γλωσσ.) στην αρχαία ελληνική γλώσσα, η επανάληψη στην αρχή μιας λέξης ενός ή περισσότερων φθόγγων ή και ολόκληρης συλλαβής, φαινόμενο που παρουσιάζεται κυρίως στο σχηματισμό του παρακειμένου και του υπερσυντελίκου, π.χ. τέμνω - τέτμηκα. || Ενεστωτικός ~, που παρατηρείται ορισμένες φορές στο ενεστωτικό θέμα, π.χ. δίδωμι.
[λόγ. < ελνστ. ἀναδιπλασιασμός]
- απλασία η [aplasía] Ο25 : (ιατρ.) η εκ γενετής ελαττωματική διάπλαση ενός τμήματος, μέλους ή οργάνου του σώματος.
[λόγ. < νλατ. aplasia < a- = α- 1 + αρχ. πλάσ(ις) `πλάσιμο΄ -ia = -ία]
- δεκαπλασιάζω [δekaplasiázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. δέκα φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο: Δεκαπλασίασε την έκταση της γης του / του κράτους του. Tα τελευταία χρόνια δεκαπλασιάστηκε η αξία των ακινήτων.
[λόγ. < ελνστ. δεκαπλασιάζω]
- δεκαπλασιασμός ο [δekaplasiazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δεκαπλασιάζω, αύξηση κατά δέκα φορές: Ο ~ της περιουσίας / της αμοιβής / των εξόδων.
[λόγ. < ελνστ. δεκαπλασιασμός]
- δεκαπλάσιος -α -ο [δekaplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι δέκα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο. || (ως ουσ.) το δεκαπλάσιο: Aυξήθηκε στο δεκαπλάσιο.
δεκαπλάσια ΕΠIΡΡ: Kοστίζει ~. [λόγ. < αρχ. δεκαπλάσιος]
- διπλασιάζω [δiplasiázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. δύο φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο, το κάνω διπλάσιο: Mε τους απελευθερωτικούς αγώνες η Ελλάδα διπλασίασε την έκτασή της. Tα τελευταία χρόνια διπλασιάστηκαν οι τιμές των ακινήτων. Διπλασιάστηκε ο αριθμός των φοιτητών.
[λόγ. < αρχ. διπλασιάζω]



