Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 21 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραστατικός -ή -ό [parastatikós] Ε1 : 1. που ανήκει, που αναφέρεται σε παραστάσεις (στις σημ. 1, 2), που γίνεται με αυτές: Εικονική και παραστατική τέχνη. || (μαθημ.) παραστατική γεωμετρία, που ασχολείται με τις μεθόδους της απεικόνισης στερεών σχημάτων σε επίπεδη επιφάνεια. 2. που εκφράζει, που παρουσιάζει κτ. καλά, ζωηρά, με ενάργεια: Παραστατική περιγραφή. Mιλούσε κάνοντας παραστατικές χειρονομίες.
παραστατικά ΕΠIΡΡ: Διηγείται / χειρονομεί / εκφράζεται ~. [λόγ. < ελνστ. παραστατικός `που παρουσιάζει΄ & σημδ. γαλλ. descriptif]
- παραστατικότητα η [parastatikótita] Ο28 : η ικανότητα κάποιου να εκφράζει, να αποδίδει κτ. καλά, ζωηρά, με ενάργεια: Διηγούμαι / εκφράζομαι / περιγράφω με ~.
[λόγ. παραστατικ(ός) -ότης > -ότητα]
- παραστέκομαι [parastékome] Ρ (βλ. στέκομαι) & παραστέκω [parastéko] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. παράστεκα : βρίσκομαι κοντά σε κπ. και τον βοηθώ, τον περιποιούμαι, τον στηρίζω: Tου παραστάθηκε στην αρρώστια του / στις δυσκολίες. Δεν έχει κανένα να του παραστέκει στα γεράματά του.
[μσν. παραστέκω < παρα- 1 στέκω και μέσο κατά το στέκομαι]
- παράστημα το [parástima] Ο49 : η εξωτερική εμφάνιση, η κορμοστασιά του ανθρώπου, η στάση ενός (καλοσχηματισμένου) σώματος είτε ακίνητου είτε ιδίως κατά το βάδισμα: Στρατιώτες / αθλητές / κοπέλες με ωραίο ~.
[λόγ. < ελνστ. παράστημα `άγαλμα τοποθετημένο πλάι σε άλλο΄ σημδ. γαλλ. prestance]
- παραστράτημα το [parastrátima] Ο49 : η απομάκρυνση, η εκτροπή από μια ηθική στάση, συμπεριφορά και οι ενέργειες, οι πράξεις που απορρέουν από αυτή την εκτροπή: Tου συγχώρησε το τελευταίο του παραστράτημα.
[παραστρατη- (παραστρατώ) -μα]
- παραστρατίζω [parastratízo] Ρ2.1α : απομακρύνομαι, εκτρέπομαι από μια κυρίως ηθική στάση, συμπεριφορά, παίρνω τον κακό δρόμο· παραστρατώ: Έμπλεξε με κακές παρέες και παραστράτισε.
[μσν. παραστρατίζω < παρα- 1 στράτ(α) -ίζω]
- παραστρατιωτικός -ή -ό [parastratiotikós] Ε1 : κυρίως στο παραστρατιωτική οργάνωση, παράνομη στρατιωτική οργάνωση που αποτελείται από εν ενεργεία ή απόστρατους στρατιωτικούς και που δρα με ανορθόδοξους, μη θεσμοθετημένους τρόπους στα πλαίσια του στρατεύματος ή και της κοινωνίας εξυπηρετώντας δικούς της ή και αλλότριους πολιτικούς και άλλους σκοπούς.
[λόγ. παρα- 1 στρατιωτικός μτφρδ. γαλλ. para militaire (para- = παρα- 1)]
- παραστρατώ [parastrató] Ρ10.9α μππ. παραστρατημένος : παραστρατίζω: Προσπάθησε να φέρει στον ίσιο δρόμο τον παραστρατημένο φίλο του.
[μσν. παραστρατώ < παραστρατ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. παραστρατισ-]
- συμπαράσταση η [simbarástasi] Ο33 : η ενέργεια του συμπαραστέκομαι, η ηθική ή υλική υποστήριξη: Ο νέος χρειάζεται / έχει τη θερμή ~ των δασκάλων του στα προβλήματα που αντιμετωπίζει. H άμεση ~ του κράτους ανακούφισε τα θύματα της θεομηνίας. Ευχαριστούμε για τη συμπαράστασή σας στο πένθος μας, τυποποιημένη έκφραση σε έντυπο ευχαριστήριο.
[λόγ. συμ(παρίσταμαι) -παράστα(σις) -ση κατά το σχ.: παρίσταμαι - παράστασις]



